Του Δημήτρη Λυπουρλή
Λέω, αγαπημένοι φίλοι του Νίκου Χουρμουζιάδη, να σας διαβάσω ένα κείμενο που τις τελευταίες τόσες ημέρες γυρίζει και ξαναγυρίζει στο μυαλό μου. Εισαγωγικά λοιπόν:
«Όταν πέθανε ο Αριστοτέλης, οι κάτοικοι των Σταγείρων έστειλαν στη Χαλκίδα και έφεραν πίσω στην πατρίδα τους τη στάχτη του, την τοποθέτησαν σε μια μπρούτζινη υδρία και ύστερα πήγαν και απέθεσαν την υδρία αυτή σε μια τοποθεσία που την ονόμασαν Αριστοτέλειον. Κάθε φορά που είχαν να σκεφτούν πάνω σε σημαντικές υποθέσεις τους, κάθε φορά που ήθελαν να λύσουν δύσκολα προβλήματα που τους απασχολούσαν, καλούσαν σ' αυτόν τον τόπο τη συνέλευσή τους. Στον ίδιο αυτό τόπο πήγαιναν και όταν ήθελαν να βρουν την ψυχική τους γαλήνη και του πνεύματός τους την ηρεμία. Κάθε φορά που συναντούσαν μια δυσκολία αξεπέραστη στην περιοχή της μάθησης ή, γενικότερα, της φιλοσοφίας, πήγαιναν σ' εκείνη την τοποθεσία. Μιλούσαν εκεί μεταξύ τους για το θέμα που τους απασχολούσε, ώσπου αυτό που τους φαινόταν ώς τότε δυσκολοξεδιάλυτο και ασαφές γινόταν σαφές και ολοκάθαρο, και αποκτούσαν βεβαιότητα γι' αυτό που ήταν ώς τότε το αντικείμενο των συζητήσεών τους. Γιατί πίστευαν ότι ο ερχομός τους στον τόπο όπου ήταν θαμμένα τα λείψανα του Αριστοτέλη τούς καθάριζε τον νου, τους έκανε οξύτερη την κρίση και τους βοηθούσε να καταλαβαίνουν με μεγαλύτερη ευκολία. Πήγαιναν όμως εκεί και για έναν άλλο λόγο: για να απονείμουν στον Αριστοτέλη τιμή. Για να του δείξουν πόσο μεγάλη ήταν η θλίψη τους που τον είχαν χάσει από ανάμεσά τους και ακόμη για να του δείξουν πόσο θεωρούσαν τον εαυτό τους δυστυχισμένο που έχασαν την πηγή της σοφίας που ήταν γι' αυτούς ο Αριστοτέλης».
Εδώ κλείνουν τα εισαγωγικά. Είναι προφανές, πιστεύω, γιατί το κείμενο αυτό, μια παράγραφος στην ουσία από μια βιογραφία του Αριστοτέλη αραβικής προέλευσης, γυρίζει και ξαναγυρίζει, όπως είπα, τις τελευταίες τόσες μέρες στον νου και στην ψυχή μου. Οι Σταγειρίτες της παλιάς μαρτυρίας μπορούσαν, φυσικά, να κάνουν τη στάχτη από το σώμα του Αριστοτέλη αντικείμενο λατρείας και πηγή έμπνευσης. Για μας σήμερα πηγή έμπνευσης είναι τα ίδια τα έργα του Αριστοτέλη, η διδασκαλία του.
Έτσι και στην περίπτωση του Νίκου: τα έργα τού αληθινά εμπνευσμένου δασκάλου που ήταν ο Νίκος είναι ένα πολυτιμότατο εργαλείο δουλειάς για όλους μας, ιδίως για τους νέους που θέλουν να μάθουν ασφαλή πράγματα για την τραγωδία, για το σατυρικό δράμα, για τη λειτουργία του Χορού στο αρχαίο ελληνικό δράμα. Το σύνολο, επίσης, των βιβλίων του για τον αγαπημένο του ποιητή, τον Ευριπίδη (δεν είναι, θαρρώ, δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Νίκος διάλεξε αυτόν τον τραγικό ποιητή για να αφιερώσει στη μελέτη και στην ερμηνεία του τις φιλολογικές του δυνάμεις) θα είναι πια μια πολύτιμη βοήθεια στην κατανόηση των τραγωδιών αυτού του μεγάλου ποιητή. Η χρήση των έργων του Νίκου θα είναι η καλύτερη απόδοση τιμής στη μνήμη του.
* Το παραπάνω κείμενο διάβασε πριν λίγες μέρες σε συγκέντρωση οικείων, φίλων και συνεργατών του Νίκου Χουρμουζιάδη ο συνάδελφος και φίλος του Δημήτρης Λυπουρλής, ομότιμος καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ
Τριάντα χρόνια σκηνοθετικής διαδρομής
Του Νικηφόρου Παπανδρέου
Τα τελευταία χρόνια, σε στιγμές απολογισμού, διαφωνούσαμε για το ποιος χρωστάει περισσότερα στον άλλον. Εγώ σ' εκείνον, επειδή καλώντας με το 1976, ως πρόεδρος του ΚΘΒΕ, να αναλάβω τη Δραματική Σχολή, με κατέστησε διά βίου πολίτη της Θεσσαλονίκης, αλλάζοντας ριζικά τη ζωή μου; Ή εκείνος σε μένα, επειδή ζητώντας του, το 1980, να σκηνοθετήσει την Πόλη της Αναγνωστάκη στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», άνοιξα απροσδόκητα ένα καινούργιο κεφάλαιο στη δική του ζωή; Φυσικά, η μείζων οφειλή είναι άλλη και είναι συλλογική: προς τον δάσκαλο που στάθηκε πλάι στην Πειραματική, σταθερός συνεργάτης και συνοδοιπόρος, επί τριάντα συναπτά έτη.
Στην πραγματικότητα, η σχέση του Νίκου Χουρμουζιάδη με το θέατρο ήταν στενή από την αρχή, από τα φοιτητικά του ακόμη χρόνια, μέσω της επιστήμης που καλλιεργούσε. Όλες οι μείζονες εργασίες του στο θέατρο αναφέρονται σε ζητήματα του αρχαίου δράματος: Production and Imagination in Euripides: Form and Function of the Scenic Space (διδακτορική διατριβή, 1963), Σατυρικά (1974), Όροι και μετασχηματισμοί στην αρχαία ελληνική τραγωδία (1984), Ευριπίδης σατυρικός (1986), Περί Χορού (1998). Αλλά το προσεγγίζει το αρχαίο δράμα με διπλή, θα έλεγε κανείς, ιδιότητα: του φιλόλογου και του θεατρολόγου. Ήδη με την αξεπέραστη διδακτορική του διατριβή, όπου εξετάζει τα έργα ανακαλύπτοντας τις κρυμμένες μέσα στον διάλογο «σκηνοθετικές» πληροφορίες, καταδεικνύει ότι γι' αυτόν η αρχαία τραγωδία δεν είναι απλώς ένα μνημείο λόγου, αλλά ένα κείμενο που προορίζεται για τη σκηνή, σκηνοκεντρική ήταν πάντα η προσέγγισή του. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι όταν πήρε το πτυχίο του από τη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και άρχισε, νεαρός φιλόλογος, να διδάσκει στο Κολλέγιο «Ανατόλια», γρήγορα βρέθηκε να ανεβάζει έργα με τους μαθητές του, που μιλούν ακόμη σήμερα για την απήχηση εκείνων των παραστάσεων.
Λοιπόν, η στροφή του στη σκηνοθεσία μπορεί να ήλθε αργά στη ζωή του, την εποχή που έμπαινε στα πενήντα, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας πολύχρονης, αργής διεργασίας. Ο Νίκος, απορώντας με τη γνωστή του μετριοφροσύνη για το ρίσκο που παίρναμε προσφεύγοντας σε έναν «ερασιτέχνη», καταπιάστηκε με το έργο της Αναγνωστάκη σαν έτοιμος από καιρό και το αποτέλεσμα δικαίωσε απολύτως και το δικό μας ένστικτο αλλά και τη δική του εμπιστοσύνη σε εντελώς άπειρους, τότε, ηθοποιούς (Καραμπέτη, Σταμούλη, Αρνομάλλης, Σεργιανόπουλος κ.ά.)
Μετά την επιτυχία της πρώτης δοκιμής, ακολούθησε ακόμα μεγαλύτερη με το Περιμένοντας τον Γκοντό, και κατόπιν τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους: συνολικά 25παραστάσεις με έργα κλασικά και σύγχρονα, ελληνικά και ξένα, από τον Ευριπίδη στον Καμπανέλλη και από τον Σαίξπηρ στον Πίντερ. Στην ίδια περίοδο περιλαμβάνονται και τέσσερις σκηνοθεσίες του στο ΚΘΒΕ.
Αν προσπαθούσα να εξηγήσω τι έκανε τη συνεργασία μαζί του πολύτιμη, θα στεκόμουν στην ευρεία παιδεία του, στην απέραντη ευαισθησία με την οποία προσέγγιζε τα έργα, στην υπομονή του να προκύψουν από εσωτερική διεργασία του ηθοποιού οι λύσεις (δεν έδειχνε ποτέ στη διάρκεια της πρόβας). Στις δοκιμές γίνονταν συναρπαστικές συζητήσεις για τους συγγραφείς και τα έργα, με επιμονή στην ακρίβεια του κειμένου και επιστροφή σ' αυτό κάθε φορά που προέκυπτε σκηνική αμηχανία - εκτός από σκηνοθέτης, ο Χουρμουζιάδης ήταν και οξυδερκής δραματολόγος (μερικές λαμπρές αναλύσεις του έχουν συγκεντρωθεί στον τόμο Θεατρικές διαδρομές, 2003), όπως ήταν και δεινός μεταφραστής. Από την άλλη, σεβόταν τους ηθοποιούς: άκουγε προσεχτικά τις απόψεις τους, είχε κατανόηση για τις αντιστάσεις τους, ενώ έβρισκε πάντα χρόνο να συμπαρασταθεί σε δύσκολες προσωπικές στιγμές τους.
Αποτέλεσμα αυτής της ουσιαστικής συνεργασίας, είκοσι πέντε παραστάσεις ουσίας, ανάμεσα στις οποίες μερικές από τις πιο μακρόβιες και πιο «εμπορικές» της Πειραματικής Σκηνής. Για κάποιες υπάρχει ηλεκτρονικό αποτύπωμα, από τις άλλες θα διασωθεί ό,τι είναι να διασωθεί στη μνήμη των θεατών τους. Όπως θα διασωθεί στη δική μας μνήμη ο φίλος, ο συνεργάτης, ο σύντροφος...
Θα μας λείψει πολύ ο Νίκος Χουρμουζιάδης, το χιούμορ του, ο αυτοσαρκασμός του, τα παράπονα και οι γκρίνιες του, η τρυφερότητά του, η θέρμη του, η σταθερή του αλληλεγγύη, τώρα που όλα έγιναν τόσο δύσκολα.
* Ο Ν. Παπανδρέου είναι καθηγητής θεατρολογίας στο ΑΠΘ, σκηνοθέτης και ιδρυτής της Πειραματικής Σκηνής της "Τέχνης" Θεσσαλονίκης
