Δημοσιεύματα
Ξαναπαίζοντας την απώλεια
Το να χάνεις το θέατρό σου σίγουρα και πονάει και προκαλεί ανασφάλεια. Από την άλλη, όμως, ενεργοποιεί τη φαντασία, γιατί σ’ αναγκάζει να αναζητείς διαρκώς τρόπους και τόπους να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Και απ’ αυτήν την άποψη έχω την αίσθηση πως τελικά ίσως βγει κερδισμένη η Πειραματική Σκηνή, η οποία, από τότε που πήρε τη μεγάλη απόφαση να κλείσει το «Αμαλία», είναι διαρκώς στο δρόμο. Τη μια τη βρίσκουμε στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, την άλλη στο «Ανετον» και τώρα στη Βίλα Καπαντζή, εκεί όπου η πάλαι ποτέ αριστοκρατική οικογένεια υποδεχόταν τους υψηλούς καλεσμένους της, περίπου την ίδια περίοδο που κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ο Τσέχοφ έγραφε τον «Βυσσινόκηπό» του.
Εκείνο που ποτέ δε μ' άρεσε στον Τσέχοφ δεν ήταν ο ίδιος ο Τσέχοφ καλλιτέχνης, αλλά ο ψυχοπλακωτικός τρόπος που πεισματικά επέλεγαν οι σκηνοθέτες να τον παρουσιάσουν. Το αποτέλεσμα ήταν, για μένα τουλάχιστον, καταστροφικό, γιατί την ανία, όπως τη ζούσαν οι ηθοποιοί στη σκηνή, την εισέπραττα στην πλατεία ως βιωματική εμπειρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, οι σκηνοθέτες πέταξαν τα στανισλαφσκικά κατάλοιπα και ανακάλυψαν έναν άλλον Τσέχοφ, πιο εξωστρεφή, που ξέρει να γελά, να περιπαίζει το χρόνο, να χορεύει, να κάνει φασαρία.
Ο Τσέχοφ της Πειραματικής
Μ' έναν τέτοιο Τσέχοφ μας υποδέχτηκε η Πειραματική στο σαλόνι της Βίλας. Παλιοί και νεότεροι συνεργάτες ανέλαβαν να μας ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο, να μας αφηγηθούν την ιστορία των μελών μιας αριστοκρατικής ρωσικής οικογένειας που επιστρέφουν από το Παρίσι στο πατρικό τους λίγο πριν βγει ο βυσσινόκηπός τους στο σφυρί και οι οποίοι, μολονότι έχουν την ευκαιρία να τον σώσουν, δεν το κάνουν και έτσι μοιραία καταλήγει (ειρωνικά) στα χέρια του γιου ενός πρώην υπηρέτη της οικογένειας, του Λοπάχιν.
Ανθρώπινα πορτρέτα
Δεν μπορώ να πω ότι με συγκινούν ιδιαίτερα οι ιστορίες των δραμάτων του Τσέχοφ. Οπως δε με συγκινούν και εκείνες του Αμερικανού συνεχιστή του, του Τένεσι Γουίλιαμς. Τους θαυμάζω, όμως, για κάτι άλλο: είναι, κατά τη γνώμη μου, οι καλύτεροι μοντέρνοι δημιουργοί δραματικών πορτρέτων. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι ηθοποιοί θέλουν, έστω και μία φορά στη ζωή τους, να υποδυθούν κάποιον από τους χαρακτήρες τους. Είναι η απόλυτη πρόκληση, γιατί πρόκειται για πλάσματα που επιφανειακά μπορεί να φαντάζουν μονοδιάστατα, στο βάθος, όμως, είναι απίστευτα αντιφατικά και δυσπρόσιτα. Εκεί που νομίζεις ότι βρήκες το κλειδί τους, κάτι γίνεται και όλα ανατρέπονται.
Σκηνοθετικό πατινάζ
Η Χριστίνα Χατζηβασιλείου, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, στόχευσε σε μια πολυεπίπεδη παράσταση, όπου η ζωντάνια και η κίνηση θα λειτουργούσαν ως απάντηση στην απώλεια (του βυσσινόκηπου) και στην ακινησία (του χρόνου και των αναμνήσεων). Και μέχρι ένα βαθμό το πέτυχε. Η παράστασή της είχε ρυθμούς χορευτικού πατινάζ, έτσι όπως άπλωνε με ταχύτητα τα δρώμενά της σ’ όλους τους διαθέσιμους χώρους.
Μου άρεσε το γεγονός ότι η έξοδος του ηθοποιού από το κάδρο του σαλονιού δε σηματοδοτούσε και το τέλος της δράσης. Μου άρεσε που τον βλέπαμε να ζει μια «φυσιολογική» ζωή κάπου αλλού, σ’ ένα από τα διπλανά δωμάτια. Γενικά, μου άρεσε αυτός ο κερματισμός, με τις φωνές και την κίνηση να σε πολιορκούν, να σε κάνουν να νιώθεις κι εσύ μέρος της οικογενειακής ατμόσφαιρας.
Από την άλλη, ομολογώ ότι περίμενα το κάτι παραπάνω από τη Χατζηβασιλείου, η οποία έχει δείξει ότι διαθέτει ταλέντο και φαντασία. Εδώ τη βρήκα κάπως συγκρατημένη. Εν πρώτοις, θεωρώ πως δε δοκίμασε τα όρια των χώρων που επέλεξε να φιλοξενήσουν την ανάγνωσή της (για τη διαμόρφωση: Μπουσουλέγκα, Υφαντίδου). Θα μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει την «(υπερ)νατουραλιστική» της ανάγνωση σε μια πιο δυναμική site specific performance, με απρόβλεπτες διαδραστικές παραμέτρους.
Ακόμη: Μέσα στο πλαίσιο της τοποθέτησής της δεν κατάλαβα τις μεταδραματικές σφήνες του Φιρς. Προς τι, από τη στιγμή που ούτε η δομή της παράστασης ούτε η ατμόσφαιρα ήταν έτσι στημένες για να τις (υπο)δεχτούν. Θα μπορούσε το τέχνασμα να λειτουργήσει υπέροχα, με μια άλλη προσέγγιση, με πρωταγωνιστές (συγγραφικά) φαντάσματα και ζώντες/καλεσμένους. Επίσης, γιατί δεν «άνοιξε» περισσότερα παράθυρα, ώστε να μπει η απειλητική αύρα της επερχόμενης τραγωδίας. Κάτι γίνεται έξω. Είναι μια στιγμή δραματική. Αλλάζει ο κόσμος. Δεν το αισθάνθηκα.
Υποκριτική
Οι ηθοποιοί είχαν και κέφι και καλή χημεία μεταξύ τους. Δεν ήταν, όμως, πάντοτε απόλυτα πειστικοί ως προς τα πάθη, τις αναστολές και τις εξάρσεις τους. Η αινιγματική φιγούρα της Ρανέφσκαγια μάλλον παγίδεψε την εκρηκτική Εφη Σταμούλη, η οποία έδειχνε σαν να μην είχε ακόμη συμφιλιωθεί μαζί της. Ο Λοπάχιν του Συριόπουλου, δυναμικό εχέγγυο ζωντάνιας, υστερούσε εκεί όπου έπρεπε να βγάλει και το στοιχείο της εσωτερικής σύγκρουσης που βίωνε. Ο ανεπρόκοπος Γκάγεφ του Μαρκόπουλου αρκούντως γλαφυρός με τα αλλεπάλληλα και παντελώς ανούσια λογύδριά του, όπως και ο απένταρος αλλά ευτυχισμένος Σιμεόνοφ (του Μεβουλιώτη). Συμπαθητική (σαν από Μπέκετ) φιγούρα ο γερο-Φρις του Φράγκογλου, και «σαν στο σπίτι της» η κακομαθημένη 17χρονη Ανια της Ευθυμίου. Η Τσαλκιτζόγλου μας δίνει κάτι από το φευγάτο και πονεμένο της υπηρέτριας, όπως και ο Δανιηλίδης από το όραμα και (λιγότερο) από το παράλογο του φοιτητή Τροφίμοφ, ο Δημητριάδης από το λογιστή Επιχόντοφ και η Βούλγαρη από τη σοβαρότητα αλλά και τη διστακτικότητα της Βάρια. Ο Γιάσεφ του Παπαδόπουλου περισσότερο συμπαθητικός από ό,τι το θέλει το έργο.
Συμπέρασμα:ένας μικρόκοσμος κεφάτος, με καλές στιγμές αλλά χωρίς εκπλήξεις.
Το να χάνεις το θέατρό σου σίγουρα και πονάει και προκαλεί ανασφάλεια. Από την άλλη, όμως, ενεργοποιεί τη φαντασία, γιατί σ’ αναγκάζει να αναζητείς διαρκώς τρόπους και τόπους να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Και απ’ αυτήν την άποψη έχω την αίσθηση πως τελικά ίσως βγει κερδισμένη η Πειραματική Σκηνή, η οποία, από τότε που πήρε τη μεγάλη απόφαση να κλείσει το «Αμαλία», είναι διαρκώς στο δρόμο. Τη μια τη βρίσκουμε στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, την άλλη στο «Ανετον» και τώρα στη Βίλα Καπαντζή, εκεί όπου η πάλαι ποτέ αριστοκρατική οικογένεια υποδεχόταν τους υψηλούς καλεσμένους της, περίπου την ίδια περίοδο που κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ο Τσέχοφ έγραφε τον «Βυσσινόκηπό» του.
Εκείνο που ποτέ δε μ' άρεσε στον Τσέχοφ δεν ήταν ο ίδιος ο Τσέχοφ καλλιτέχνης, αλλά ο ψυχοπλακωτικός τρόπος που πεισματικά επέλεγαν οι σκηνοθέτες να τον παρουσιάσουν. Το αποτέλεσμα ήταν, για μένα τουλάχιστον, καταστροφικό, γιατί την ανία, όπως τη ζούσαν οι ηθοποιοί στη σκηνή, την εισέπραττα στην πλατεία ως βιωματική εμπειρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, οι σκηνοθέτες πέταξαν τα στανισλαφσκικά κατάλοιπα και ανακάλυψαν έναν άλλον Τσέχοφ, πιο εξωστρεφή, που ξέρει να γελά, να περιπαίζει το χρόνο, να χορεύει, να κάνει φασαρία.
Ο Τσέχοφ της Πειραματικής
Μ' έναν τέτοιο Τσέχοφ μας υποδέχτηκε η Πειραματική στο σαλόνι της Βίλας. Παλιοί και νεότεροι συνεργάτες ανέλαβαν να μας ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο, να μας αφηγηθούν την ιστορία των μελών μιας αριστοκρατικής ρωσικής οικογένειας που επιστρέφουν από το Παρίσι στο πατρικό τους λίγο πριν βγει ο βυσσινόκηπός τους στο σφυρί και οι οποίοι, μολονότι έχουν την ευκαιρία να τον σώσουν, δεν το κάνουν και έτσι μοιραία καταλήγει (ειρωνικά) στα χέρια του γιου ενός πρώην υπηρέτη της οικογένειας, του Λοπάχιν.
Ανθρώπινα πορτρέτα
Δεν μπορώ να πω ότι με συγκινούν ιδιαίτερα οι ιστορίες των δραμάτων του Τσέχοφ. Οπως δε με συγκινούν και εκείνες του Αμερικανού συνεχιστή του, του Τένεσι Γουίλιαμς. Τους θαυμάζω, όμως, για κάτι άλλο: είναι, κατά τη γνώμη μου, οι καλύτεροι μοντέρνοι δημιουργοί δραματικών πορτρέτων. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι ηθοποιοί θέλουν, έστω και μία φορά στη ζωή τους, να υποδυθούν κάποιον από τους χαρακτήρες τους. Είναι η απόλυτη πρόκληση, γιατί πρόκειται για πλάσματα που επιφανειακά μπορεί να φαντάζουν μονοδιάστατα, στο βάθος, όμως, είναι απίστευτα αντιφατικά και δυσπρόσιτα. Εκεί που νομίζεις ότι βρήκες το κλειδί τους, κάτι γίνεται και όλα ανατρέπονται.
Σκηνοθετικό πατινάζ
Η Χριστίνα Χατζηβασιλείου, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, στόχευσε σε μια πολυεπίπεδη παράσταση, όπου η ζωντάνια και η κίνηση θα λειτουργούσαν ως απάντηση στην απώλεια (του βυσσινόκηπου) και στην ακινησία (του χρόνου και των αναμνήσεων). Και μέχρι ένα βαθμό το πέτυχε. Η παράστασή της είχε ρυθμούς χορευτικού πατινάζ, έτσι όπως άπλωνε με ταχύτητα τα δρώμενά της σ’ όλους τους διαθέσιμους χώρους.
Μου άρεσε το γεγονός ότι η έξοδος του ηθοποιού από το κάδρο του σαλονιού δε σηματοδοτούσε και το τέλος της δράσης. Μου άρεσε που τον βλέπαμε να ζει μια «φυσιολογική» ζωή κάπου αλλού, σ’ ένα από τα διπλανά δωμάτια. Γενικά, μου άρεσε αυτός ο κερματισμός, με τις φωνές και την κίνηση να σε πολιορκούν, να σε κάνουν να νιώθεις κι εσύ μέρος της οικογενειακής ατμόσφαιρας.
Από την άλλη, ομολογώ ότι περίμενα το κάτι παραπάνω από τη Χατζηβασιλείου, η οποία έχει δείξει ότι διαθέτει ταλέντο και φαντασία. Εδώ τη βρήκα κάπως συγκρατημένη. Εν πρώτοις, θεωρώ πως δε δοκίμασε τα όρια των χώρων που επέλεξε να φιλοξενήσουν την ανάγνωσή της (για τη διαμόρφωση: Μπουσουλέγκα, Υφαντίδου). Θα μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει την «(υπερ)νατουραλιστική» της ανάγνωση σε μια πιο δυναμική site specific performance, με απρόβλεπτες διαδραστικές παραμέτρους.
Ακόμη: Μέσα στο πλαίσιο της τοποθέτησής της δεν κατάλαβα τις μεταδραματικές σφήνες του Φιρς. Προς τι, από τη στιγμή που ούτε η δομή της παράστασης ούτε η ατμόσφαιρα ήταν έτσι στημένες για να τις (υπο)δεχτούν. Θα μπορούσε το τέχνασμα να λειτουργήσει υπέροχα, με μια άλλη προσέγγιση, με πρωταγωνιστές (συγγραφικά) φαντάσματα και ζώντες/καλεσμένους. Επίσης, γιατί δεν «άνοιξε» περισσότερα παράθυρα, ώστε να μπει η απειλητική αύρα της επερχόμενης τραγωδίας. Κάτι γίνεται έξω. Είναι μια στιγμή δραματική. Αλλάζει ο κόσμος. Δεν το αισθάνθηκα.
Υποκριτική
Οι ηθοποιοί είχαν και κέφι και καλή χημεία μεταξύ τους. Δεν ήταν, όμως, πάντοτε απόλυτα πειστικοί ως προς τα πάθη, τις αναστολές και τις εξάρσεις τους. Η αινιγματική φιγούρα της Ρανέφσκαγια μάλλον παγίδεψε την εκρηκτική Εφη Σταμούλη, η οποία έδειχνε σαν να μην είχε ακόμη συμφιλιωθεί μαζί της. Ο Λοπάχιν του Συριόπουλου, δυναμικό εχέγγυο ζωντάνιας, υστερούσε εκεί όπου έπρεπε να βγάλει και το στοιχείο της εσωτερικής σύγκρουσης που βίωνε. Ο ανεπρόκοπος Γκάγεφ του Μαρκόπουλου αρκούντως γλαφυρός με τα αλλεπάλληλα και παντελώς ανούσια λογύδριά του, όπως και ο απένταρος αλλά ευτυχισμένος Σιμεόνοφ (του Μεβουλιώτη). Συμπαθητική (σαν από Μπέκετ) φιγούρα ο γερο-Φρις του Φράγκογλου, και «σαν στο σπίτι της» η κακομαθημένη 17χρονη Ανια της Ευθυμίου. Η Τσαλκιτζόγλου μας δίνει κάτι από το φευγάτο και πονεμένο της υπηρέτριας, όπως και ο Δανιηλίδης από το όραμα και (λιγότερο) από το παράλογο του φοιτητή Τροφίμοφ, ο Δημητριάδης από το λογιστή Επιχόντοφ και η Βούλγαρη από τη σοβαρότητα αλλά και τη διστακτικότητα της Βάρια. Ο Γιάσεφ του Παπαδόπουλου περισσότερο συμπαθητικός από ό,τι το θέλει το έργο.
Συμπέρασμα:ένας μικρόκοσμος κεφάτος, με καλές στιγμές αλλά χωρίς εκπλήξεις.Το να χάνεις το θέατρό σου σίγουρα και πονάει και προκαλεί ανασφάλεια. Από την άλλη, όμως, ενεργοποιεί τη φαντασία, γιατί σ’ αναγκάζει να αναζητείς διαρκώς τρόπους και τόπους να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Και απ’ αυτήν την άποψη έχω την αίσθηση πως τελικά ίσως βγει κερδισμένη η Πειραματική Σκηνή, η οποία, από τότε που πήρε τη μεγάλη απόφαση να κλείσει το «Αμαλία», είναι διαρκώς στο δρόμο. Τη μια τη βρίσκουμε στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, την άλλη στο «Ανετον» και τώρα στη Βίλα Καπαντζή, εκεί όπου η πάλαι ποτέ αριστοκρατική οικογένεια υποδεχόταν τους υψηλούς καλεσμένους της, περίπου την ίδια περίοδο που κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ο Τσέχοφ έγραφε τον «Βυσσινόκηπό» του.
Εκείνο που ποτέ δε μ' άρεσε στον Τσέχοφ δεν ήταν ο ίδιος ο Τσέχοφ καλλιτέχνης, αλλά ο ψυχοπλακωτικός τρόπος που πεισματικά επέλεγαν οι σκηνοθέτες να τον παρουσιάσουν. Το αποτέλεσμα ήταν, για μένα τουλάχιστον, καταστροφικό, γιατί την ανία, όπως τη ζούσαν οι ηθοποιοί στη σκηνή, την εισέπραττα στην πλατεία ως βιωματική εμπειρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, οι σκηνοθέτες πέταξαν τα στανισλαφσκικά κατάλοιπα και ανακάλυψαν έναν άλλον Τσέχοφ, πιο εξωστρεφή, που ξέρει να γελά, να περιπαίζει το χρόνο, να χορεύει, να κάνει φασαρία.
Ο Τσέχοφ της Πειραματικής
Μ' έναν τέτοιο Τσέχοφ μας υποδέχτηκε η Πειραματική στο σαλόνι της Βίλας. Παλιοί και νεότεροι συνεργάτες ανέλαβαν να μας ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο, να μας αφηγηθούν την ιστορία των μελών μιας αριστοκρατικής ρωσικής οικογένειας που επιστρέφουν από το Παρίσι στο πατρικό τους λίγο πριν βγει ο βυσσινόκηπός τους στο σφυρί και οι οποίοι, μολονότι έχουν την ευκαιρία να τον σώσουν, δεν το κάνουν και έτσι μοιραία καταλήγει (ειρωνικά) στα χέρια του γιου ενός πρώην υπηρέτη της οικογένειας, του Λοπάχιν.
Ανθρώπινα πορτρέτα
Δεν μπορώ να πω ότι με συγκινούν ιδιαίτερα οι ιστορίες των δραμάτων του Τσέχοφ. Οπως δε με συγκινούν και εκείνες του Αμερικανού συνεχιστή του, του Τένεσι Γουίλιαμς. Τους θαυμάζω, όμως, για κάτι άλλο: είναι, κατά τη γνώμη μου, οι καλύτεροι μοντέρνοι δημιουργοί δραματικών πορτρέτων. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι ηθοποιοί θέλουν, έστω και μία φορά στη ζωή τους, να υποδυθούν κάποιον από τους χαρακτήρες τους. Είναι η απόλυτη πρόκληση, γιατί πρόκειται για πλάσματα που επιφανειακά μπορεί να φαντάζουν μονοδιάστατα, στο βάθος, όμως, είναι απίστευτα αντιφατικά και δυσπρόσιτα. Εκεί που νομίζεις ότι βρήκες το κλειδί τους, κάτι γίνεται και όλα ανατρέπονται.
Σκηνοθετικό πατινάζ
Η Χριστίνα Χατζηβασιλείου, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, στόχευσε σε μια πολυεπίπεδη παράσταση, όπου η ζωντάνια και η κίνηση θα λειτουργούσαν ως απάντηση στην απώλεια (του βυσσινόκηπου) και στην ακινησία (του χρόνου και των αναμνήσεων). Και μέχρι ένα βαθμό το πέτυχε. Η παράστασή της είχε ρυθμούς χορευτικού πατινάζ, έτσι όπως άπλωνε με ταχύτητα τα δρώμενά της σ’ όλους τους διαθέσιμους χώρους.
Μου άρεσε το γεγονός ότι η έξοδος του ηθοποιού από το κάδρο του σαλονιού δε σηματοδοτούσε και το τέλος της δράσης. Μου άρεσε που τον βλέπαμε να ζει μια «φυσιολογική» ζωή κάπου αλλού, σ’ ένα από τα διπλανά δωμάτια. Γενικά, μου άρεσε αυτός ο κερματισμός, με τις φωνές και την κίνηση να σε πολιορκούν, να σε κάνουν να νιώθεις κι εσύ μέρος της οικογενειακής ατμόσφαιρας.
Από την άλλη, ομολογώ ότι περίμενα το κάτι παραπάνω από τη Χατζηβασιλείου, η οποία έχει δείξει ότι διαθέτει ταλέντο και φαντασία. Εδώ τη βρήκα κάπως συγκρατημένη. Εν πρώτοις, θεωρώ πως δε δοκίμασε τα όρια των χώρων που επέλεξε να φιλοξενήσουν την ανάγνωσή της (για τη διαμόρφωση: Μπουσουλέγκα, Υφαντίδου). Θα μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει την «(υπερ)νατουραλιστική» της ανάγνωση σε μια πιο δυναμική site specific performance, με απρόβλεπτες διαδραστικές παραμέτρους.
Ακόμη: Μέσα στο πλαίσιο της τοποθέτησής της δεν κατάλαβα τις μεταδραματικές σφήνες του Φιρς. Προς τι, από τη στιγμή που ούτε η δομή της παράστασης ούτε η ατμόσφαιρα ήταν έτσι στημένες για να τις (υπο)δεχτούν. Θα μπορούσε το τέχνασμα να λειτουργήσει υπέροχα, με μια άλλη προσέγγιση, με πρωταγωνιστές (συγγραφικά) φαντάσματα και ζώντες/καλεσμένους. Επίσης, γιατί δεν «άνοιξε» περισσότερα παράθυρα, ώστε να μπει η απειλητική αύρα της επερχόμενης τραγωδίας. Κάτι γίνεται έξω. Είναι μια στιγμή δραματική. Αλλάζει ο κόσμος. Δεν το αισθάνθηκα.
Υποκριτική
Οι ηθοποιοί είχαν και κέφι και καλή χημεία μεταξύ τους. Δεν ήταν, όμως, πάντοτε απόλυτα πειστικοί ως προς τα πάθη, τις αναστολές και τις εξάρσεις τους. Η αινιγματική φιγούρα της Ρανέφσκαγια μάλλον παγίδεψε την εκρηκτική Εφη Σταμούλη, η οποία έδειχνε σαν να μην είχε ακόμη συμφιλιωθεί μαζί της. Ο Λοπάχιν του Συριόπουλου, δυναμικό εχέγγυο ζωντάνιας, υστερούσε εκεί όπου έπρεπε να βγάλει και το στοιχείο της εσωτερικής σύγκρουσης που βίωνε. Ο ανεπρόκοπος Γκάγεφ του Μαρκόπουλου αρκούντως γλαφυρός με τα αλλεπάλληλα και παντελώς ανούσια λογύδριά του, όπως και ο απένταρος αλλά ευτυχισμένος Σιμεόνοφ (του Μεβουλιώτη). Συμπαθητική (σαν από Μπέκετ) φιγούρα ο γερο-Φρις του Φράγκογλου, και «σαν στο σπίτι της» η κακομαθημένη 17χρονη Ανια της Ευθυμίου. Η Τσαλκιτζόγλου μας δίνει κάτι από το φευγάτο και πονεμένο της υπηρέτριας, όπως και ο Δανιηλίδης από το όραμα και (λιγότερο) από το παράλογο του φοιτητή Τροφίμοφ, ο Δημητριάδης από το λογιστή Επιχόντοφ και η Βούλγαρη από τη σοβαρότητα αλλά και τη διστακτικότητα της Βάρια. Ο Γιάσεφ του Παπαδόπουλου περισσότερο συμπαθητικός από ό,τι το θέλει το έργο.
- See more at: http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=7&artid=169602#sthash.D1W1dRN1.dpufΤο να χάνεις το θέατρό σου σίγουρα και πονάει και προκαλεί ανασφάλεια. Από την άλλη, όμως, ενεργοποιεί τη φαντασία, γιατί σ’ αναγκάζει να αναζητείς διαρκώς τρόπους και τόπους να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Και απ’ αυτήν την άποψη έχω την αίσθηση πως τελικά ίσως βγει κερδισμένη η Πειραματική Σκηνή, η οποία, από τότε που πήρε τη μεγάλη απόφαση να κλείσει το «Αμαλία», είναι διαρκώς στο δρόμο. Τη μια τη βρίσκουμε στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, την άλλη στο «Ανετον» και τώρα στη Βίλα Καπαντζή, εκεί όπου η πάλαι ποτέ αριστοκρατική οικογένεια υποδεχόταν τους υψηλούς καλεσμένους της, περίπου την ίδια περίοδο που κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ο Τσέχοφ έγραφε τον «Βυσσινόκηπό» του.
Εκείνο που ποτέ δε μ' άρεσε στον Τσέχοφ δεν ήταν ο ίδιος ο Τσέχοφ καλλιτέχνης, αλλά ο ψυχοπλακωτικός τρόπος που πεισματικά επέλεγαν οι σκηνοθέτες να τον παρουσιάσουν. Το αποτέλεσμα ήταν, για μένα τουλάχιστον, καταστροφικό, γιατί την ανία, όπως τη ζούσαν οι ηθοποιοί στη σκηνή, την εισέπραττα στην πλατεία ως βιωματική εμπειρία. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, οι σκηνοθέτες πέταξαν τα στανισλαφσκικά κατάλοιπα και ανακάλυψαν έναν άλλον Τσέχοφ, πιο εξωστρεφή, που ξέρει να γελά, να περιπαίζει το χρόνο, να χορεύει, να κάνει φασαρία.
Ο Τσέχοφ της Πειραματικής
Μ' έναν τέτοιο Τσέχοφ μας υποδέχτηκε η Πειραματική στο σαλόνι της Βίλας. Παλιοί και νεότεροι συνεργάτες ανέλαβαν να μας ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο, να μας αφηγηθούν την ιστορία των μελών μιας αριστοκρατικής ρωσικής οικογένειας που επιστρέφουν από το Παρίσι στο πατρικό τους λίγο πριν βγει ο βυσσινόκηπός τους στο σφυρί και οι οποίοι, μολονότι έχουν την ευκαιρία να τον σώσουν, δεν το κάνουν και έτσι μοιραία καταλήγει (ειρωνικά) στα χέρια του γιου ενός πρώην υπηρέτη της οικογένειας, του Λοπάχιν.
Ανθρώπινα πορτρέτα
Δεν μπορώ να πω ότι με συγκινούν ιδιαίτερα οι ιστορίες των δραμάτων του Τσέχοφ. Οπως δε με συγκινούν και εκείνες του Αμερικανού συνεχιστή του, του Τένεσι Γουίλιαμς. Τους θαυμάζω, όμως, για κάτι άλλο: είναι, κατά τη γνώμη μου, οι καλύτεροι μοντέρνοι δημιουργοί δραματικών πορτρέτων. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι ηθοποιοί θέλουν, έστω και μία φορά στη ζωή τους, να υποδυθούν κάποιον από τους χαρακτήρες τους. Είναι η απόλυτη πρόκληση, γιατί πρόκειται για πλάσματα που επιφανειακά μπορεί να φαντάζουν μονοδιάστατα, στο βάθος, όμως, είναι απίστευτα αντιφατικά και δυσπρόσιτα. Εκεί που νομίζεις ότι βρήκες το κλειδί τους, κάτι γίνεται και όλα ανατρέπονται.
Σκηνοθετικό πατινάζ
Η Χριστίνα Χατζηβασιλείου, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, στόχευσε σε μια πολυεπίπεδη παράσταση, όπου η ζωντάνια και η κίνηση θα λειτουργούσαν ως απάντηση στην απώλεια (του βυσσινόκηπου) και στην ακινησία (του χρόνου και των αναμνήσεων). Και μέχρι ένα βαθμό το πέτυχε. Η παράστασή της είχε ρυθμούς χορευτικού πατινάζ, έτσι όπως άπλωνε με ταχύτητα τα δρώμενά της σ’ όλους τους διαθέσιμους χώρους.
Μου άρεσε το γεγονός ότι η έξοδος του ηθοποιού από το κάδρο του σαλονιού δε σηματοδοτούσε και το τέλος της δράσης. Μου άρεσε που τον βλέπαμε να ζει μια «φυσιολογική» ζωή κάπου αλλού, σ’ ένα από τα διπλανά δωμάτια. Γενικά, μου άρεσε αυτός ο κερματισμός, με τις φωνές και την κίνηση να σε πολιορκούν, να σε κάνουν να νιώθεις κι εσύ μέρος της οικογενειακής ατμόσφαιρας.
Από την άλλη, ομολογώ ότι περίμενα το κάτι παραπάνω από τη Χατζηβασιλείου, η οποία έχει δείξει ότι διαθέτει ταλέντο και φαντασία. Εδώ τη βρήκα κάπως συγκρατημένη. Εν πρώτοις, θεωρώ πως δε δοκίμασε τα όρια των χώρων που επέλεξε να φιλοξενήσουν την ανάγνωσή της (για τη διαμόρφωση: Μπουσουλέγκα, Υφαντίδου). Θα μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει την «(υπερ)νατουραλιστική» της ανάγνωση σε μια πιο δυναμική site specific performance, με απρόβλεπτες διαδραστικές παραμέτρους.
Ακόμη: Μέσα στο πλαίσιο της τοποθέτησής της δεν κατάλαβα τις μεταδραματικές σφήνες του Φιρς. Προς τι, από τη στιγμή που ούτε η δομή της παράστασης ούτε η ατμόσφαιρα ήταν έτσι στημένες για να τις (υπο)δεχτούν. Θα μπορούσε το τέχνασμα να λειτουργήσει υπέροχα, με μια άλλη προσέγγιση, με πρωταγωνιστές (συγγραφικά) φαντάσματα και ζώντες/καλεσμένους. Επίσης, γιατί δεν «άνοιξε» περισσότερα παράθυρα, ώστε να μπει η απειλητική αύρα της επερχόμενης τραγωδίας. Κάτι γίνεται έξω. Είναι μια στιγμή δραματική. Αλλάζει ο κόσμος. Δεν το αισθάνθηκα.
Υποκριτική
Οι ηθοποιοί είχαν και κέφι και καλή χημεία μεταξύ τους. Δεν ήταν, όμως, πάντοτε απόλυτα πειστικοί ως προς τα πάθη, τις αναστολές και τις εξάρσεις τους. Η αινιγματική φιγούρα της Ρανέφσκαγια μάλλον παγίδεψε την εκρηκτική Εφη Σταμούλη, η οποία έδειχνε σαν να μην είχε ακόμη συμφιλιωθεί μαζί της. Ο Λοπάχιν του Συριόπουλου, δυναμικό εχέγγυο ζωντάνιας, υστερούσε εκεί όπου έπρεπε να βγάλει και το στοιχείο της εσωτερικής σύγκρουσης που βίωνε. Ο ανεπρόκοπος Γκάγεφ του Μαρκόπουλου αρκούντως γλαφυρός με τα αλλεπάλληλα και παντελώς ανούσια λογύδριά του, όπως και ο απένταρος αλλά ευτυχισμένος Σιμεόνοφ (του Μεβουλιώτη). Συμπαθητική (σαν από Μπέκετ) φιγούρα ο γερο-Φρις του Φράγκογλου, και «σαν στο σπίτι της» η κακομαθημένη 17χρονη Ανια της Ευθυμίου. Η Τσαλκιτζόγλου μας δίνει κάτι από το φευγάτο και πονεμένο της υπηρέτριας, όπως και ο Δανιηλίδης από το όραμα και (λιγότερο) από το παράλογο του φοιτητή Τροφίμοφ, ο Δημητριάδης από το λογιστή Επιχόντοφ και η Βούλγαρη από τη σοβαρότητα αλλά και τη διστακτικότητα της Βάρια. Ο Γιάσεφ του Παπαδόπουλου περισσότερο συμπαθητικός από ό,τι το θέλει το έργο.
Συμπέρασμα:ένας μικρόκοσμος κεφάτος, με καλές στιγμές αλλά χωρίς εκπλήξεις.Στοιχεία δημοσιεύματος
Έντυπο: Αγγελιοφόρος της Κυριακής
Συντάκτης: Σάββας Πατσαλίδης
Ημερομηνία δημοσίευσης: 24.02.2013
Παράσταση: Βυσσινόκηπος