Οικογενειακό δίκαιο,Λένα Διβάνη

Δημοσιεύματα

Η βασίλισσα της πίσω αυλής

Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δε μας σώζει

Καίσαρ Εμμανουήλ, Teadium Vitae

Δεν είναι δύσκολο να ποτίσεις τη νοοτροπία της «πίσω αυλής». Δεν πα’ να κρύβεις μέσα σου όλο το φως του κόσμου, να τρέχει το βλέμμα και ο λογισμός σου πέρα από τον φράχτη, λίγο να πέσεις σε αντίπαλο με στρατηγική, λίγο οι συγκυρίες, λίγο να την τραβάει ο οργανισμός σου την παραχωρητική υποτακτική, δε θέλει και πολύ να ξεμείνεις, δευτεραγωνιστής, εκεί που δε φτάνουν τα φώτα, τυφλός προς τα ψεγάδια σου και την κάθοδο που έχει ήδη ξεκινήσει.

Εδώ μια πόλη ολόκληρη καμώνεται τη βασίλισσα χωμένη στην πίσω αυλή της. Η Μις «συμ-» (-πρωτεύουσα ενίοτε, -βασιλεύουσα άλλοτε) κερνάει τέια τους πρωτευουσιάνους επισκέπτες της, επιδεικνύοντας σκονισμένες πολαρόιντ από περασμένα μεγαλεία ή ακκιζόμενη με τα λιγοστά καινούρια κοσκινάκια της, μην και της πουν πως δεν περνάει η μπογιά της για χορό.

Είναι άλλοι, πιο αρμόδιοι από μένα για να κάνουν τον (μάλλον φτωχό) φετινό θεατρικό απολογισμό της, αλλά δεν έχει καλύτερες μέρες να μιλήσεις για όλα αυτά, από τούτες, που σύσσωμη μεταλαβαίνει θεατρικές εισαγωγές, είδη ανάγκης και όχι πολυτελείας, ξεμπροστιάζοντας την ένδειά της, μα και την πεισμονή της να μη δέχεται πως τίποτα πια δεν μπορεί να κερδηθεί «αναίμακτα».

Ενώ λοιπόν οι μαρκίζες γεμίζουν αθηναϊκά ονόματα, στο Δημοτικό Θεάτρο της Καλαμαριάς, η νομάς Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» στήνει μια κωμικοτραγική αλληγορία για την υψηλή τέχνη του (αυτο-)εγκλωβισμού, παρουσιάζοντας το έργο «Η βασίλισσα της ομορφιάς» του Μάρτιν Μακ Ντόνα. Ο ιρλανδός συγγραφέας γράφει το 1996, στα 26 του χρόνια, μια μαύρη κωμωδία για την κατάρα των σχέσεων αλληλεξάρτησης ανάμεσα σε μια αυταρχική, ηλικιωμένη, ξεμωραμένη κατά το δοκούν, μάνα, και την -ταγμένη να την νταντεύει- σπαταλημένη κόρη της. Μια ιστορία αμοιβαίου «κανιβαλισμού», απότοκο φθοράς, φόβου, παραίτησης, σιχαμάρας και παράνοιας, και την ίδια στιγμή, ένα μελαγχολικό αφήγημα για τα εθνικά ήθη, για τις χώρες και τις γλώσσες, για τον αγγλικό βραχνά και το αμερικάνικο όνειρο.

Στη μεταφορά του έργου από την Πειραματική Σκηνή, οι γεωγραφικοί προσδιορισμοί παραμένουν, αλλά οι συνηχήσεις τους απενεργοποιούνται. Το σκηνικό, με φωτισμό και ήχους θαρρείς βγαλμένους από χειρουργείο ή νυχτερινή βιτρίνα χασάπικου, ανοίκειο, αλλά καθολικό, δεν έχει τόπο, είναι τοπίο. Μένει μόνο αυτή η κλειστοφοβική αίσθηση, ο γνώριμος πνιγμός της σφιχτής οικογενειακής αγκάλης. Η έναρξη του έργου συμπίπτει με μια ήδη τετελεσμένη κάθοδο. Στα αυτιά μας φτάνουν οι ήχοι από το ήδη επελθόν στρίψιμο της βίδας, εκείνης που θα εξακολουθήσει να διαπερνά με όπλο το διαβρωτικά πικρόχολο χιούμορ του Μακ Ντόνα την ευαίσθητη επιφάνεια της επιρρεπούς μας φύσης. Αυτό που θα ακολουθήσει είναι μια καλά ενορχηστρωμένη διελκυστίνδα, ανάμεσα στο «μες-στα-μούτρα-σου» κι εκείνη την εντύπωση για την οποία έγραφε ο Χένρυ Τζέημς: «Το σημαντικό είναι να παρουσιάσει κανείς το θαυμαστό και το παράξενο περιοριζόμενος σχεδόν αποκλειστικά στο να δείξει την αντανάκλασή τους πάνω σε μιαν ευαισθησία, αναγνωρίζοντας ότι το κυριότερο στοιχείο συνίσταται σε κάποια δυνατή εντύπωση που προκαλούν και η οποία γίνεται έντονα αισθητή».*

Η αίσθηση εντείνεται. Μια σειρά από ευρήματα, αντικείμενα συμβολικού φορτίου, μηχανικά επαναλαμβανόμενες κινήσεις, και ένας κλοιός που ολοένα σφίγγει κλιμακώνουν την αίσθηση εγκλεισμού: τώρα πια τίποτα δε μας σώζει, και, κυρίως, όχι αναίμακτα. Το έργο παίζει το στοίχημα του τελευταίου χαρτιού με τη μορφή του από μηχανής θεού έρωτα: θα βρεις τη νηφαλιότητα να αρπάξεις την τελευταία ευκαιρία και να επαναστατήσεις ή θα παραδοθείς στη ζωή στην πίσω αυλή; Η μάνα θα κάψει το τελευταίο χαρτί και η κόρη θα υποταχθεί, οδηγώντας και τις δυο τους στην καταστροφή, υπενθύμιση πριν όλα χαθούν, ότι ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι «αυτή η αόρατη καταραμένη δύναμη που ξέρει πάντα το καλό μας», αλλά η αόρατη υποταγή στο αθόρυβο στρίψιμο της βίδας, η αυτοεξορία στην πίσω αυλή.

Με την σαφή, ενδιαφέρουσα, προσωπική προοπτική της σκηνοθέτιδας Χριστίνας Χατζηβασιλείου, με το επί σκηνής «σεμινάριο» υποκριτικής από την Έφη Σταμούλη (Μαγκ), τα κρεσέντα της Σοφίας Βούλγαρη (Μωρήν) και έναν ευφάνταστο Κωστή Ραμπαβίλα, η παράσταση, παρά τις όποιες αδύναμες στιγμές της, είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις αυτόχθονου καλού θεάτρου στη μικρή μας πόλη. Σοβαρή, αν και αμήχανη (της λείπει το δικό της «σπίτι» της Πειραματικής, και θέατρο υπό προϋποθέσεις δεν μπορεί να γίνεται επί μακρόν), «η βασίλισσα της ομορφιάς» μοιάζει να λέει ότι ίσως, τουλάχιστον θεατρικά, κάτι μπορεί να μας σώσει.

* Πρόλογος στα φανταστικά διηγήματα του Χένρυ Τζέημς. Από το Επίμετρο στο «Στρίψιμο της Βίδας», Άγρα, Αθήνα, 2005

Έντυπο: http://www.elculture.gr

Συντάκτης: Μαρίνα Κοντού

Ημερομηνία δημοσίευσης: 15.04.2015

Παράσταση: Η βασίλισσα της ομορφιάς