Άντρες σε κρίση,Ιάκωβος Καμπανέλλης

Δημοσιεύματα

«Βυσσινόκηπος» Το τσεκούρι ήχησε

Η ανέστια Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» περιπλανώμενη -διά πυρός και σιδήρου- ορθώνεται στέρεα και αξιόπιστη, φιλοξενούμενη, στη Βίλα Καπαντζή, στην Ανάληψη, όπου στεγάζεται σήμερα το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ).Στο «Βυσσινόκηπο» (1904), το εξαίρετο, έσχατο δράμα του Τσέχοφ, η αριστοκράτισσα Λιουμπόφ Αντρέγεβνα και η οικογένειά της «παρακολουθούν» την οικονομική καταστροφή τους. Η αδυναμία εξόφλησης χρεών οδηγεί αναπόφευκτα στον πλειστηριασμό του φημισμένου κτήματος με τις βυσσινιές και του πατρικού αρχοντικού. Οι λύσεις-αυταπάτες που προτείνονται ή υπονοήθηκαν προς αποφυγήν του μοιραίου υπήρξαν πολλές:
1) Αξιοποίηση του κτήματος, όπως στα μέσα του 19ου αι., όπου η παραγωγή ήταν κερδοφόρα.
2) Η τυχαιότητα… χωρίς ανάλυση πιθανοτήτων (π.χ. λαχείο).
3) Ο δανεισμός από την πλούσια θεία.
4) Τραπεζικό δάνειο.
5) Η πρόσληψη του Γκάγιεφ, αδελφού της Λιουμπόφ, στην Τράπεζα (μόνο με 6.000 ρούβλια το χρόνο),
6) Ένα τοκογλυφικό δάνειο από έναν στρατηγό.
7) Τέλος ο Πίστσικ ξεστομίζει: «Ο Νίτσε… ο φιλόσοφος… ο μεγάλος, ο περίφημος αυτός νους… λέει στα συγγράμματά του πως τάχα επιτρέπεται να φτιάχνεις πλαστά χαρτονομίσματα…» (Άντον Τσέχοφ, Βυσσινόκηπος, 3η πράξη). Όλες αυτές οι λύσεις, τόσο οικείες για τον απεγνωσμένο Έλληνα, εκφέρονται σε… κατάσταση ύπνωσης. Θέλουν να σώσουν τον κήπο, αλλά δεν μπορούν να δράσουν. Η αδράνεια δεν πηγάζει από την άγνοια αλλά από την παραίτηση. Η Λιούμποφ έχει επίγνωση του ξεπεσμού της, αλλά αρνείται συνειδητά την πραγματικότητα. Όπως ένας υπέργηρος καταπονημένος ασθενής φεύγει από τη ζωή προκαλώντας ανακούφιση στους εναπομείναντες, έτσι και ο χαμένος Βυσσινόκηπος στο τέλος χαρίζει ευκαιρίες για νέες ψευδαισθήσεις, που, όταν θα κάνουν τον κύκλο τους, θα γεννήσουν νέους «Βυσσινόκηπους»…
Σήμερα, σε αυτόν τον τόπο, όπου η πρωτογενής αγροτική παραγωγή είναι μηδαμινή, η μεταποίηση και η διάθεση των προϊόντων τείνουν να είναι ανύπαρκτες, ο τζόγος γιγαντώθηκε, οι τοκογλύφοι και οι αγοραστές χρυσού έδειξαν τα πρόσωπά τους, οι τράπεζες βρίσκονται υπό κατάρρευση, η ανεργία και οι υποτιμημένοι μισθοί στήνουν ένα ισοζύγιο τρέλας και η παρανομία κατάντησε λύση… η τύχη του «Βυσσινόκηπου» φαντάζει ανατριχιαστικά οικεία. Ο ανελέητος πέλεκυς που έριξε τα περήφανα δέντρα καραδοκούσε και έχει αρχίσει το αφύσικο έργο του… το μονότονο επαναλαμβανόμενο ήχο, που οδηγεί στην εγκεφαλική καταστολή.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Η μεστή μετάφραση της έμπειρης Χρύσας Προκοπάκη ήταν η καλύτερη λύση για τη «συμπιεσμένη» παράσταση της Χριστίνας Χατζηβασιλείου, όπου διατηρείται η μορφολογία του κειμένου και δεν αλλοιώνεται η σχηματική εικόνα των σχέσεων των δραματικών προσώπων. Η σκηνοθετική ανάγνωση εστιάζεται στον άξονα που χαράζει ο Λοπάχιν, συγκεκριμενοποιώντας μία ενδιαφέρουσα οπτική, που ξεκινά και καταλήγει στον άξεστο, βάρβαρο, απαίδευτο, ανερχόμενο αστό, ο οποίος όμως καταφέρνει να δράσει (συνήθως σε προηγούμενες παραστάσεις του «Βυσσινόκηπου» οι ρυθμιστές/σκηνοθέτες επικεντρώνονται στη γοητευτική Λιουμπόφ ή τον ιδεολόγο Τροφίμοφ). Η επιλογή της συγκεκριμένης στόχευσης στον εχθρό της γηραιάς ρωσικής αριστοκρατίας, στον εκπρόσωπο της ανερχόμενης μεσαίας τάξης της αχανούς Ρωσίας των αρχών του 20ού αι. αποτελεί μία εξέχουσα αντιπαραβολή για τον απογυμνωμένο νεόπλουτο της λεκάνης της Μεσογείου. Η αναπαράσταση των τσεχοφικών έργων είναι δύσκολη και επίπονη (και συνήθως αποτυχημένη). Η πρώτη ανάγνωση δίνει την εντύπωση ότι στα έργα του ρώσου συγγραφέα δεν συμβαίνει… τίποτα και εις βάθος χρόνου συνειδητοποιείς ότι στη «συμβατικότητα» κρύβεται η ουσία της ύπαρξης.

Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Η Χατζηβασιλείου αξιοποίησε τους λεκτικούς σχηματισμούς, για να αναδείξει τις εσωτερικές συγκρούσεις των προσώπων, διαχειριζόμενη το ρυθμό με εναλλασσόμενες επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις, αφαιρέσεις και πληθωρισμούς. Αποφεύγει το σκηνικό διδακτισμό, «υποβιβάζοντας» τη βαρύτητα των λόγων του Τροφίμοφ (το φερέφωνο του Τσέχοφ, που θυμίζει τον raisonner του Διαφωτισμού). Η σκηνοθέτης καταστρατηγεί τις «εύκολες» συναισθηματικές εξάρσεις του ρεαλισμού και καταφέρνει να υπηρετήσει τον «άξονα Λοπάχιν» αποκαλύπτοντας τις πολιτικοκοινωνικές ιδεολογικές αντιφάσεις, αναδεικνύοντας τα κοινωνικά συμφραζόμενα.
Πέρα από τη σκηνοθεσία ο δεδομένος χώρος της παράστασης, η Βίλα Καπαντζή, φορτισμένος από την ιστορική διάσταση και την ατμόσφαιρα της εποχής του τέλους του 19ου αι., αποτελεί τον ιδανικό, απρόσμενο χώρο για τους ηθοποιούς και το κοινό. Οι ήχοι της έπαυλης (τριξίματα των επίπλων, των πατωμάτων και των θυρών κ.ά.), το υπέροχο ηλιοβασίλεμα που απόλαυσαν οι θεατές της κυριακάτικης παράστασης: Ο ήλιος τύφλωνε τα μάτια της Λιουμπόφ (Έφης Σταμούλη), όταν έβλεπε το όραμα της λευκοντυμένης μητέρας της στον ανθισμένο Βυσσινόκηπο (απαστράπτων Θερμαϊκός), χαρίζοντας μία ανεπανάληπτη θεατρική στιγμή.

ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
Οι ηθοποιοί υπηρετούν μία «υφαρπαγμένη» ομιλία… σαν να μη λένε ποτέ αυτό που σκέφτονται πραγματικά. Αξιοποιούν γόνιμα τις σιωπές παράγοντας μία θεατρικότητα, που άθελά της ενεργοποιεί τους δακρυγόνους αδένες των θεατών. Η Έφη Σταμούλη αποφεύγει συνειδητά να κυριαρχήσει, επιλέγοντας με «εγγύτητα και απόσταση» να αναδείξει την επέλαση της νέας τάξης, δίνοντας «γενναιόδωρα» χώρο στον Λοπάχιν. Ο Στάθης Μαυρόπουλος, ευφυέστατος εκφραστής του λόγου, ερμηνεύει μοναδικά τον Γκάγεφ και ο Γιώργος Δημητριάδης καταφέρνει να αναδείξει τον «αδιάφορο» Επιχόντοφ ως το πιο συμπαθές σκηνικό πρόσωπο. Ο Μιχάλης Συριόπουλος (Λοπάχιν), αν και νεότατος, έχει παγιωμένο, οξυδερκές, υποκριτικό ύφος (που ωστόσο οφείλει να εμπλουτίζει, για να αποφύγει τη μανιέρα). Η Σοφία Βούλγαρη (Βάρια) συνειδητοποίησε την αισθητική διάσταση του κειμένου και τη μορφική πραγμάτωσή του, χαρίζοντας μία άριστη προσέγγιση του εύθραυστου και μεταβλητού των βεβαιοτήτων μας.

Έντυπο: Μακεδονία

Συντάκτης: Κατερίνα Διακουμοπούλου

Ημερομηνία δημοσίευσης: 14.04.2013

Παράσταση: Βυσσινόκηπος