Δημοσιεύματα
Η όραση ως τυφλότητα
Είχαμε καιρό να δούμε στις σκηνές της Θεσσαλονίκης ένα σύγχρονο έργο τόσο σπουδαίο, όσο η «Μόλι Σουίνι» του Ιρλανδού Μπράιαν Φρίελ. Και ο αξιολογικός χαρακτηρισμός δεν έχει να κάνει μόνο με την πρωτοτυπία ή τις ποιότητες της θεματικής, της γλώσσας, της φόρμας. Όχι. Έχει να κάνει με το ευρυγώνιο βλέμμα του συγγραφέα, με τη σπάνια πυκνότητα της σκέψης του, με την ικανότητά του να συλλαμβάνει μέσα από το απλό και το συγκεκριμένο, το σύνθετο και το οικουμενικά σημαντικό.
Σε πρώτο πλάνο και υπό μορφήν τριών παράλληλων αφηγήσεων, ο θεατής παρακολουθεί τη συγκινητική ιστορία μιας γυναίκας που έχασε το φως της σε βρεφική ηλικία και, έπειτα από σαράντα χρόνια σκότους, συναινεί, κάτω από την παρότρυνση του συζύγου και του γιατρού της, να υποβληθεί σε μια επέμβαση, η οποία αποκαθιστά τελικά την όρασή της. Μόνο που η εμπειρία θα αποβεί κάθε άλλο παρά λυτρωτική για τη Μόλι, αφού η νεοαποκτηθείσα αίσθηση την αποσυντονίζει ολότελα, κλονίζει τις σταθερές της και της τσακίζει τη ζωή, αποξενώνοντάς την ανεπιστρεπτί από τους οικείους της, τον κόσμο, την πραγματικότητα. Το κείμενο ωστόσο δεν περιορίζεται στο ιατρικό-νευρολογικό περιστατικό, που σκιαγραφείται όντως συγκλονιστικό -αλλά και με ρινίσματα χιούμορ- στην επιστημονική και στην ανθρώπινη διάστασή του. Εξετάζοντας τις απροσδόκητες συνέπειες που μπορεί να έχει στον ψυχισμό του ατόμου η διεύρυνση της αισθητηριακής αντίληψης, ο Φρίελ συγγράφει ταυτόχρονα μια διεισδυτικότατη πραγματεία «περί τυφλότητας», προσεγγίζοντας την έννοια ως κυριολεξία αλλά και ως μεταφορά. Όχι μόνο επειδή, όσο η Μόλι είναι τυφλή, επιδεικνύει εντυπωσιακή εσωτερική πληρότητα και διαυγέστερη εποπτεία των καταστάσεων από όσο οι βλέποντες συμπαραστάτες της. Αλλά και επειδή η ανάβλεψη παραδόξως καθιστά το ακέραιο μέχρι τότε προσωπικό σύμπαν της λειψό, με το φυσιολογικό να βιώνεται ως απώλεια και την όραση ως μια νέα, επώδυνη τύφλωση. Η άλλοτε ισορροπημένη γυναίκα περιέρχεται σε σύγχυση και στη συνέχεια καταρρέει μπροστά στον καταιγισμό των ερεθισμάτων, που αδυνατεί να αφομοιώσει. Προκειμένου λοιπόν να αμυνθεί, κατεβάζει τα βλέφαρα της ψυχής της και απομονώνεται, επιστρέφοντας έτσι, τεχνητά έστω, στο οικείο σκοτάδι της.
ΟΙ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΛΟΚΗΣ
Το θέμα του Φρίελ έχει φοβερή δύναμη, αποκαλυπτική ομορφιά και έναν ευγενή σπαραγμό, αλλά και πάλι η βαρύτητά του δεν εξαντλείται σε αυτά: εκβάλλει σε ένα πλήθος ακόμη ζητημάτων υπαρξιακού, φιλοσοφικο-κοινωνικού και ηθικού τύπου. Μεταξύ αυτών, η επίγνωση της ταυτότητας του ατόμου, έτσι όπως αυτή οριοθετείται από το σύνολο των ιδιαιτεροτήτων και των εμπειριών του. Η ταυτότητα της Μόλι υπήρξε ανέκαθεν η τυφλότητά της, και όταν ξεριζώνεται από αυτήν για να εξομοιωθεί με τους άλλους, χάνει οριστικά τον εαυτό της. Νοείται, επομένως, αναγκαστικά η διαφορετικότητα ως ανεπάρκεια και δεινό, μοιάζει να ρωτά ο Φρίελ, ή μήπως μπορεί κάποιος να είναι χαρισματικά ατελής; Τι σημαίνει αντίληψη της πραγματικότητας και τι είδους «μάτια» χρειάζονται για να διακρίνει ο άνθρωπος πού βρίσκεται η ολοκλήρωση και η ευτυχία του; Είναι ο παρηκμασμένος, αλκοολικός γιατρός, που αυτοεπιβεβαιώνεται θεραπεύοντας τη Μόλι, ή ο παρορμητικός, ακτιβιστής σύζυγός της, που ουσιαστικά τη θεωρεί ως άλλη μία από τις αποστολές του, πιο υγιείς ή πιο ισορροπημένοι από τη μακάρια τυφλή; Ποια αποδεικνύεται σοβαρότερη, η φυσική ή η συναισθηματική αναπηρία; Και κατ' επέκταση, τι είναι άρτιο και τι ελλιπές, τι φυσιολογικό και τι παρεκκλίνον, τι μειονεξία και τι υπεροχή;
Στην πραγματικότητα, αν κάτι συντρίβει τη Μόλι, είναι η ευθυγράμμιση με την πολιτικά ορθή άποψη περί κανονικότητας, αυτό που οι γύρω της θεωρούν ως «το καλό της», μαζί και το δικό τους. Από τον ανθρωπισμό τους ωστόσο λείπει η αληθινή σοφία, ο συνυπολογισμός της υποκειμενικής εμπειρίας του άλλου, η κατανόηση της ετερότητάς του, γι' αυτό και παρασύρουν άθελά τους τη γυναίκα στον αφανισμό της.
Η ΣΚΗΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ
Η διλημματική περιπλοκότητα της κατάστασης μεταβολίζεται απτή στον δρώντα λόγο που εκφέρουν υπεύθυνα και ενίοτε συγκινημένοι η Ελένη Δημοπούλου (Μόλι), ο Νίκος Λύτρας (γιατρός Ράις) και ο Στάθης Μαυρόπουλος (Φρανκ Σουίνι), εισχωρώντας με ακρίβεια ο ένας στις εγκοπές που γεννούν οι λέξεις του άλλου. Το ύφος της υπόκρισης συναρτάται βέβαια άμεσα με τη σκόπιμα στατική σκηνοθεσία, που υλοποιεί ο Νίκος Χουρμουζιάδης και η οποία προβλέπεται, πιθανολογούμε (μολονότι δεν έχουμε δει το έντυπο κείμενο), στις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα. Τούτη βασίζεται στο δεδομένο ότι τα συμβάντα δεν αναπαριστώνται, αλλά εξιστορούνται μετά την τραγική τους κατάληξη. Ορίζει λοιπόν ο Χουρμουζιάδης τρεις «τόπους» μνήμης κατά παράταξη, έναν ανά χαρακτήρα (γιατρός - Μόλι - σύζυγος), από όπου καθένας μονολογεί και αναθυμάται, σπάνια όμως μετακινείται, έτσι ώστε να υπογραμμιστούν οι ψυχο-νοητικές διεργασίες περισσότερο από την εξωτερική δράση - για το φως, τις σκιές και το ημίφως του αναστοχασμού και της μη-όρασης φροντίζει ο Στράτος Κουτράκης. Με τον
τρόπο αυτό αναδεικνύεται εντελές το αφηγηματικό-λογοκεντρικό ήθος του έργου, καθώς και η ιδιότυπη, θυμική εγκεφαλικότητά του: ο θεατής μαγνητίζεται από το θεματικό βάθος, την ευαισθησία της παρατήρησης και την ενέργεια της γλώσσας (μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές), συμπληρώνοντας ψηφίδα ψηφίδα τα πορτρέτα των ηρώων και τον τεμαχιόγριφο των γεγονότων, των σχέσεων, των κινήτρων. Εν ολίγοις, μια παράσταση-πολύτιμη επαφή με τη λογοτεχνικότητα της θεατρικότητας και με την υψηλή εκείνη αξία που λέγεται ευφυής γραφή.
Στοιχεία δημοσιεύματος
Έντυπο: Μακεδονία
Συντάκτης: Ζωή Βερβεροπούλου
Ημερομηνία δημοσίευσης: 10.02.2008
Παράσταση: Μόλλυ Σουήνυ