Δημοσιεύματα
"Βυσσινόκηπος"
Άνθισαν οι βυσσινιές, ελάτε να το γιορτάσουμε, κερνάμε και βυσσινάδα. Κάπως έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η παράσταση «Βυσσινόκηπος» της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης, η οποία φιλοξενείται σε ένα ξεχωριστό χώρο της Θεσσαλονίκης: Την Βίλα Καπαντζή, όπου σήμερα στεγάζεται το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης.
Βίλα Καπαντζή… Με το που την βλέπεις, σε πιάνει ένα δέος και μία άκρατη επιθυμία να περιηγηθείς σ’ αυτή και να γίνεις ένοικος της. Ένας τεράστιος κήπος από τη μια και τζαμόπορτες που κοιτούν τον Θερμαϊκό από την άλλη. Ευρύχωροι και ψηλοτάβανοι χώροι, εσωτερικές σκάλες, μια ζωντανή εικόνα -θα την χαρακτήριζε κανείς- της πάλαι ποτέ Συνοικίας των Εξοχών. Με βάση λοιπόν αυτό το, δυσεύρετης ομορφιάς και καλαισθησίας, οικοδόμημα, διαμορφώθηκε και η παράσταση «Βυσσινόκηπος» του Αντόν Τσέχωφ. Ένα ιδανικό σκηνικό για ένα αξιόλογο έργο.
Η ιστορία είναι γνωστή. Μία αριστοκρατική οικογένεια πτωχεύει και χάνει την περιουσία της, το σπίτι της, τον Βυσσινόκηπο της. Το έργο γράφτηκε το 1903 και θεωρείται το κύκνειο άσμα του συγγραφέα. Δεν είναι τυχαίο που με το τέλος του χειμώνα, οι βυσσινιές ανθίζουν πάνω από τον τάφο του Τσέχωφ. Άλλωστε, ήταν και τα αγαπημένα του λουλούδια, γι’ αυτό και τα φύτεψαν εκεί, για να τον ραίνουν με τα πέταλά τους. Να μοιάζει και η τελευταία του κατοικία σαν ένας βυσσινόκηπος.
Ο Τσέχωφ χαρακτήρισε το έργο αυτό κωμωδία σε τέσσερις πράξεις. Ή μάλλον έτσι θα ήθελε να είναι αφού το ήξερε καλά πως θα απογοητευόταν από την μεταφορά του έργου του στη σκηνή, αφού άλλωστε απέφευγε τις πρεμιέρες των έργων του. Έτσι και έγινε, όταν σκηνοθετήθηκε ως δράμα από τον Στανισλάφσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Η έντονη δυσαρέσκειά του αποτυπώνεται εμφανώς στα συγγράμματα και στις επιστολές του προς τον σκηνοθέτη. Ο δημιουργός επέμενε πως είναι κωμωδίες, ενώ ο έτερος έκλαιγε με τα έργα του. Τελικά ποιο «ανέβασμα» ανταποκρίνεται περισσότερο στο πνεύμα του έργου;
Κανείς δε μπορεί να πει επακριβώς, γιατί δεν είναι μία λυπητερή τραγωδία, αλλά ούτε και μία κλασική κωμωδία. Μάλλον μοιάζει με ένα κράμα αυτών των δύο ειδών. Προσωπικά θα το χαρακτήριζα σαν μία πικρή ευθυμολογία, μία παράξενη συλλογή ανθρώπινων υπάρξεων, μία συμφωνία της σιωπής και της παντομίμας, ένα ποίημα του γέλιου κάτω από τα δάκρυα.
Άλλωστε και η ζωή η ίδια δεν είναι ποτέ καθαρή τραγωδία ή καθαρή κωμωδία. Ασφαλώς και δεν υπάρχουν στερεότυπα στην τέχνη και ο καθένας βλέπει στον «Βυσσινόκηπο» αυτά που ο ίδιος θέλει, αυτό που ταιριάζει στις δικές του προσδοκίες και στην δική του ιδιοσυγκρασία.
Αυτό που οραματίστηκε η Χριστίνα Χατζηβασιλείου που υπογράφει και την σκηνοθεσία, είναι ένας δροσερός, ζωντανός, απολαυστικός Βυσσινόκηπος του 2013 αποφεύγοντας τα στερεότυπα, την βραδυσφυγμία, την απραξία, τα «σεμεδάκια» και τους «κορσέδες». Με κινηματογραφική ροή, τραγικοποίησε τα πρόσωπα παρουσιάζοντας μια κωμωδία που σφύζει από ζωή. Μία κωμωδία στα όρια της φάρσας, λεπτή και διακριτική, της οποίας το σατιρικό στοιχείο υπερίσχυε και «εξάτμιζε», σε σημείο διάλυσης, τους τόνους της μελαγχολίας.
Σε αυτό το κλίμα κινήθηκαν και οι ηθοποιοί. Η Έφη Σταμούλη, μία έμπειρη δασκάλα και ηθοποιός ανέλαβε και το δύσκολο ρόλο της Λιουμπόφ (το όνομα σημαίνει αγάπη στα ρώσικα). Η Λιουμπόφ (κτηματίας) είναι μία σύνθετη προσωπικότητα, η οποία διακατέχεται από έντονο πάθος και παθιασμένη ανευθυνότητα. Σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζεται δραματικά. Η ίδια είναι ένα δραματικό πρόσωπο σε πλήρη ελαφρότητα. Έτσι την αντιμετώπισε και η κυρία Σταμούλη: Mε μία έντονη ελαφρότητα και τραγικότητα συνάμα, περνώντας με άκρατη ευκολία από το γέλιο στο κλάμα και τανάπαλιν. Θεωρώ άστοχη την σκηνοθετική οδηγία της κατανάλωσης αλκοόλ και ηρεμιστικών από την ηρωίδα μας, γιατί το μόνο που πέτυχε είναι να βοηθήσει την ηθοποιό και όχι να εξελίξει και να αναδιπλώσει τον χαρακτήρα του έργου μας.
Πλησιέστερη στην τσεχωφική απλότητα η Σοφία Βούλγαρη, η οποία άγγιξε με ήθος και ευγένεια την προσμονή της καρτερικής Βάριας, καθώς και ο Στάθης Μαυρόπουλος, ο οποίος απέδωσε εύστοχα τον απροστάτευτο δυστυχή Γκάγεφ.
Στο ίδιο ύφος της τσεχωφικής μετουσίωσης και ο Φιρς του Γιώργου Φράγκογλου. Αντίθετα, με έντονη ζωτικότητα και σπιρτάδα κινήθηκε η Μαρίτα Τσαλκιτζόγλου ως Ντουνιάσα, όπως και η ενζενί κόρη της, η Άννα Ευθυμίου, μία ωραία φιγούρα με αφελείς εσωτερικές λεπτομέρειες. Ο Μιχάλης Συριόπουλος απέδωσε με γνησιότητα τον κομπλεξικό, αντιδραστικό, αγροίκο Λοπάχιν ενώ ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον Μάριο Μεβουλιώτη που με πειθαρχία και ευλάβεια αγκάλιασε τον ρόλο του Σιμεόνοφ αλλά και ενός απλού ζητιάνου (διπλή διανομή). Ο Τροφίμοφ του Κυριάκου Δανιηλίδη παρουσιάζεται περισσότερο ως ερωτευμένος έφηβος παρά σαν ο αιώνιος φοιτητής του Τσέχοφ, αυτού που, παρά τις υψηλές του ιδέες, δεν μπορεί να διεκδικήσει όσα οραματίζεται, ούτε και να εκφράσει τα πραγματικά του αισθήματα. Οι υπόλοιποι κινηθήκαν ρυθμικά με έντονη κίνηση λόγου και σώματος.
Μοναδική μου ένσταση η επιλογή του τραγουδιού στο τέλος. Το «Ας ερχόσουν για λίγο» της Δανάης Στρατηγοπούλου, θεωρώ πως, ήταν άτοπο και δεν ταίριαζε με το κλίμα του έργου. Αναρωτιόμουν για πολλή ώρα μετά την έξοδο μου από το θέατρο ποια ήταν τα κριτήρια επιλογής του συγκεκριμένου τραγουδιού. Ίσως θα ήταν πιο εύστοχο να ακουγόταν το ορχηστρικό μέρος χωρίς τους στίχους. Μοναδική εξήγηση που έδωσα είναι ότι ήθελε να εκφράσει τους ανεκπλήρωτους έρωτες των ηρώων μας, τα γνωστά ερωτικά τρίγωνα του Τσέχωφ, αυτά που θέλει κάποιος, αυτά που δεν έχει και αυτό που είναι αδύνατο να αποκτήσει.
Μία απολαυστική βυσσινάδα λοιπόν μας προσφέρει η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης που μας άφησε ένα αίσθημα αισιοδοξίας και ένα χαμόγελο στα χείλη, αποδεικνύοντας πως πίνεται άνετα και στην καρδιά του χειμώνα.
Στην υγειά σας λοιπόν!
Στοιχεία δημοσιεύματος
Έντυπο: http://noizy.gr
Συντάκτης: Σπύρος Μέλλιος
Ημερομηνία δημοσίευσης: 22.02.2013
Παράσταση: Βυσσινόκηπος