Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της,Μπέρτολτ Μπρεχτ

Σαιζόν » 1999-2000 » Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της

Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της

Μπέρτολτ Μπρεχτ, 1939

Γραμμένο πριν εξήντα ακριβώς χρόνια, στην αρχή της παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης, το έργο έφτασε ως εμάς αρυτίδωτο. Στις μέρες μας, μάλιστα, και στη βαλκανική γειτονιά μας, αποκτά μιαν απροσδόκητη, εντυπωσιακή επικαιρότητα.

Διανομή

Μάνα Κουράγιο: Έφη Σταμούλη

Κατρίν, η μουγγή κόρη της: Νανά Παπαγαβριήλ

Άιλιφ, ο μεγάλος γιος: Γιώργος Γλάστρας

Ελβετάκος, ο μικρός γιος: Γιάννης Μόχλας

Στρατολόγος: Στάθης Μαυρόπουλος

Λοχίας: Ανδρέας Δημητριάδης

Μάγειρας: Νίκος Κουμαριάς

Στρατηγός: Στάθης Μαυρόπουλος

Ιεροκήρυκας του στρατού: Νίκος Λύτρας

Σιτιστής: Ανδρέας Δημητριάδης

Υβέτ Ποτιέ: Στέλλα Μιχαηλίδου

Ένας μονόφθαλμος: Γιώργος Δεμερτζής

Ένας άλλος Λοχίας: Ανδρέας Δημητριάδης

Γέρος Συνταγματάρχης: Στάθης Μαυρόπουλος

Γραφιάς: Γιάννης Καλαβριανός

Νέος στρατιώτης: Γιώργος Δεμερτζής

Ηλικιωμένος στρατιώτης: Στάθης Μαυρόπουλος

Αγρότης: Ανδρέας Δημητριάδης

Αγρότισσα: Μένη Κυριάκογλου

Νέος αγρότης: Γιάννης Καλαβριανός

Υπολοχαγός: Στάθης Μαυρόπουλος

Στρατιώτης: Γιώργος Δεμερτζής

Συντελεστές

Μετάφραση
Πέτρος Μάρκαρης
Σκηνοθεσία
Νίκος Πολίτης
Δραματουρ. συνεργασ.
Νικηφόρος Παπανδρέου
Μουσική
Μιχάλης Γρηγορίου
Σκηνικά-Κοστούμια
Κυριάκος Κατζουράκης
Φωτισμοί
Στράτος Κουτράκης
Βοηθός σκηνοθέτη
Άγγελος Γουναράς
Βοηθός σκηνογράφου
Ολυμπία Σιδερίδου
Οργάνωση παραγωγής
Βασίλης Τζαφέρης

Από το πρόγραμμα της παράστασης

Το πρώτο πράγμα που διαπιστώσαμε, δουλεύοντας πάνω στη Μάνα Κουράγιο, είναι η φρεσκάδα του κειμένου, η νεανικότητα και το σφρίγος του. Γραμμένο πριν εξήντα ακριβώς χρόνια, στην αρχή της παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης, το έργο έφτασε ως εμάς αρυτίδωτο. Στις μέρες μας, μάλιστα, και στη βαλκανική γειτονιά μας, αποκτά μιαν απροσδόκητη, εντυπωσιακή επικαιρότητα.

Η νιότη μας έχει σημαδευτεί από την επαφή με το έργο του Μπρεχτ και με το σύστημα ιδεών του Μπρεχτ για το θέατρο, ωστόσο πιστεύουμε όλοι, ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, ο μουσικός, ο δραματολόγος, ότι ο καλύτερος τρόπος να τον τιμήσουμε σήμερα είναι ακριβώς αυτός: να επιστρέψουμε στην πηγή, στο θεατρικό κείμενο, χωρίς να θεωρούμε δεσμευτικά τα οπωσδήποτε διαφωτιστικά σχόλια που το συνόδευσαν.

Γιατί και τα σχόλια (γραμμένα συχνά για τις ανάγκες της πολεμικής, μέσα στις συνθήκες της συγκεκριμένης στιγμής) παλιώνουν γρήγορα. Μόνο το έργο παραμένει αγέραστο, διατηρώντας αυτή τη νεανική φρεσκάδα, την κοφτερή ευφυΐα, τον κωμικοτραγικό οίστρο, τη θεατρική αποτελεσματικότητα. Δεν εκκρεμεί λοιπόν να ανεβάσουμε έναν κλασικό συγγραφέα (όπως είναι πια ο Μπρεχτ) «πιστά», αλλά ελεύθερα και δημιουργικά, αφού κάθε σκηνοθετική προσέγγιση ενός μεγάλου κειμένου του παρελθόντος είναι μια απόπειρα να το φωτίσουμε με τον δικό μας φωτισμό, να το διασταυρώσουμε με τα δικά μας ερωτηματικά. Όχι, σε καμιά στιγμή των δοκιμών δεν μας απασχόλησε η υποτιθέμενη μπρεχτική ορθοδοξία. Ας αφήσουμε την «ορθοδοξία» για άλλους χώρους, η τέχνη δεν τη χρειάζεται.

Και η περιλάλητη αποστασιοποίηση; Η «αποστασιολογία» υπήρξε η παιδική αρρώστια του μπρεχτισμού. Ο μεγάλος Ελβετός σκηνοθέτης Μπενό Μπεσόν, που στα νιάτα του υπήρξε βοηθός του Μπρεχτ στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, βεβαιώνει ότι δεν τον άκουσε ποτέ να προφέρει αυτή τη λέξη στις πρόβες. Κι όταν ένας Γάλλος ηθοποιός, που θα πρωταγωνιστούσε σ’ ένα έργο του, ρώτησε τον Μπρεχτ τι θα έπρεπε να κάνει για να παίξει με …αποστασιοποίηση, εκείνος του απάντησε: «Δεν χρειάζεται να κάνετε απολύτως τίποτα, αρκεί να παίξετε το κείμενο του έργου». Πράγματι, η δομή του έργου, η διαδοχή των σκηνών, η απότομη διακοπή τους, η έλλειψη διαρκούς ροής στην αφήγηση, οι πρόλογοι, τα τραγούδια, όλα δημιουργούν εκείνη την ιδιαίτερη αίσθηση της θεατρικότητας που χαρακτηρίζει τα μεγάλα μπρεχτικά έργα της ωριμότητας. Μιας θεατρικότητας που σε καμιά περίπτωση δεν εξοβελίζει τη συγκίνηση του ερμηνευτή και του θεατή. Διαφορετικά, το θέατρο θα ήταν αφόρητα βαρετό.

Θελήσαμε λοιπόν να δώσουμε μιαν εκδοχή σημερινή, ανήσυχη, νεανική, ελαφρώς αυθάδη, μια Μάνα Κουράγιο περισσότερο βαλκάνια και μεσογειακή παρά κεντροευρωπαία, που να αναδεικνύει τα αδιάκοπο χιούμορ του έργου, αλλά και την απέραντη τρυφερότητά του.

Ν. Π.