Μοργκεντάου,Γιώργος Χατζόπουλος

Δημοσιεύματα

Μία ζοφερή σκηνική αφήγηση βουτηγμένη σε έναν λαμπρό σαρκασμό

Το 1996 ο Μάρτιν ΜακΝτόνα έκανε το ντεμπούτο του με την πρεμιέρα “Της βασίλισσας της ομορφιάς” στο Royal Court Upstairs και σχεδόν είκοσι χρόνια μετά το έργο αυτό θεωρείται κλασικό.
Πρόκειται για μία μαύρη κωμωδία με φρικιαστικές ανατροπές. Το έργο εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1990 στη δυτική ιρλανδική επαρχία, όπου η Μορίν, μία 40χρονη γεροντοκόρη, ζει με την 70χρονη δυσκίνητη μητέρα της, τη Μαγκ, στο ερειπωμένο σπίτι τους. Η ζωή τους θα ήταν απλή, αν η σχέση τους δεν τρεφόταν με μίσος. Έπειτα από ένα πάρτι η Μορίν (ως Σταχτοπούτα…) επιστρέφει στο σπίτι με τον Πάτο, έναν ιρλανδό οικοδόμο, που εργάζεται στο Λονδίνο. Όταν το πρωί η Μαγκ διαπιστώνει την απρόσμενη επίσκεψη, κατηγορεί την κόρη της και αποκαλύπτει τα οικογενειακά μυστικά. Έπειτα από λίγο καιρό ο Πάτο στέλνει διά μέσου του αδερφού του Ρέι μία επιστολή στη Μορίν, την οποία όμως δεν παραλαμβάνει ποτέ στα χέρια της. Η Μαγκ υπό το φόβο του γηροκομείου “σαμποτάρει” την ευτυχία του παιδιού της. Καίει το γράμμα και κάθε ευκαιρία λυτρωμού για την κόρη της, κάθε προοπτική για διαφυγή (σπάει το κρυστάλλινο γοβάκι…).
Το συνεκτικό υπόβαθρο της “Βασίλισσας της ομορφιάς” είναι το “τέλμα” της Ιρλανδίας, η οποία για ολόκληρο τον 20ό αιώνα παρήγαγε εργάτες για την Αγγλία και τις ΗΠΑ. Η αδράνεια και η απογύμνωση της αγροτικής Ιρλανδίας αποτέλεσαν το κύριο κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα της χώρας για ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα. Αυτό το “τέλμα” είναι η κινητήρια δύναμη της δραματουργίας του ΜακΝτόνα και είναι απόλυτα εμφανές στη “Βασίλισσα της ομορφιάς”, όπου η δέσις του έργου πραγματώνεται σε δύο καίρια σημεία: α) το νευρικό κλονισμό της Μορίν την περίοδο της μετανάστευσής της στην Αγγλία και β) την παραμονή του Πάτο στο Λονδίνο και την απόφασή του να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ.
Από την άλλη ο ΜακΝτόνα έχει κατηγορηθεί δριμύτατα για τα τσιτάτα και τα κλισέ της “άχαρης” πατρίδας, π.χ. “Έτσι είναι η Ιρλανδία, πάντα κάποιος φεύγει”. Παραδείγματος χάρη στην περίπτωση της βασίλισσας ο Πάτο κατάφερε να ξεφύγει από την ιρλανδική “κατάρα” σε αντίθεση με τη Μορίν, η οποία συνθλίβεται από το “ηθογραφικό” βάρος του συγγραφέα.  
Όμως είναι άδικο για τη “Βασίλισσα της ομορφιάς” να χαρακτηριστεί ως μία πατριωτική ηθογραφία και να αποσιωπηθεί η χαρτογράφηση του φαύλου κύκλου της ανθρώπινης δυστυχίας: εμπύρετη συν-εξάρτηση, ψυχική και κοινωνική δυσλειτουργία, παντελής έλλειψη ενδοοικογενειακής αγάπης, συγκαλυμμένες ραδιουργίες, ψέματα και ανείπωτα, απομόνωση, τρέλα, σκληρότητα, παγιδευμένες υπάρξεις σε μία κλειστοφοβική ζωή, χαμένα όνειρα, απόγνωση, απελπισία, βία, αυταπάτες, ψυχικός κανιβαλισμός, καταθλιπτικές, σαδομαζοχιστικές σχέσεις κ.ά.

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Η μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ είναι σύγχρονη και άμεση. Η αλήθεια είναι ότι για το συγκεκριμένο έργο με τη μεταγραφή του πρωτοτύπου χάνεται μεγάλο μέρος της δυναμικής του κειμένου, αυτού που σχετίζεται με την προφορά των αγγλικών. Δηλαδή ποια δραματικά πρόσωπα μιλούν με ιρλανδική προφορά, ποιος με αγγλική και ποιος ίσως με αμερικανική;

Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Η Χριστίνα Χατζηβασιλείου πέτυχε στη σκηνοθεσία της να μετατοπίζεται συνεχώς η συμπάθεια του κοινού από τη Μορίν στη Μαγκ και αντίστροφα. Αυτή η αδιάλειπτη επανεκχώρηση του ελέους είναι η καλύτερη απεικόνιση του ανελέητου αγώνα, του θανάσιμου αλληλοσπαραγμού της μάνας με την κόρη. Πέρα από την άριστη εξισορρόπηση των σκηνικών δυνάμεων στην αισθητική αναπαράσταση της Χατζηβασιλείου σκιαγραφούνται οι ιδιοσυγκρασιακές λεπτομέρειες των δραματικών προσώπων (κώδικας νευρώσεων, παραφροσύνης, χειραγώγησης κ.ά.).
Πρόκειται για μία προσεγμένη σκηνοθεσία στολισμένη με στοιχεία αποξένωσης, τα οποία τονίζουν τον ιδεολογικό-αισθητικό σχεδιασμό της Χατζηβασιλείου: Έχουν ενδιαφέρον η μηχανιστική παρασκευή των γευμάτων από τη Μορίν, η οποία παραπέμπει στα ψυχολογικά πειράματα του Χάρι Χάρλοου, η γεροντική μουρμούρα, ο ήχος της ηλεκτρικής σκούπας, η “συνομιλία” με την τηλεόραση, τα αμέτρητα κατ’ ιδίαν, η Μάριον χαϊδεύει την άκαρπη κοιλιά της, το κλείσιμο της θύρας ακούγεται σαν εκείνο της σιδερένιας πόρτας “κολαστηρίου” ιδρύματος εγκλεισμού κ.ά.
Το νατουραλιστικό σκηνικό σύμπαν της Όλγας Χατζηιακώβου, σχεδόν “αναερόβιο”, σε σήψη, συστήνεται από τη μία ως το αρρωστημένο καταφύγιο της Μαγκ και από την άλλη ως η φυλακή ισόβιας κάθειρξης για τη Μορίν. Η σκηνογράφος επιτυγχάνει εύστοχους συμβολισμούς, π.χ. σταυρός: σχόλιο στον καθολικισμό, γάντζοι: τεμαχισμός-διαμελισμός-αγκίστρι, σκούπα: “κακιά μάγισσα”, παράθυρο: θύρα κελιού φυλακής, οι υπερμεγέθεις παντόφλες: ο φαύλος κύκλος της καταπίεσης κ.ά. Η Όλγα Χατζηιακώβου χρησιμοποιεί εξέχοντα ενδυματολογικά σημαίνοντα και για το σχεδιασμό των κοστουμιών.

ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
Στη σπαρακτική αυτή τραγωδία ξεχωρίζει η ερμηνεία της Σοφίας Βούλγαρη, της οποίας το “εξεγερμένο” σώμα καθορίζει την παράσταση. Διαισθάνεται το θεατρικό χωροχρόνο και τοποθετείται με μοναδικό τρόπο στη σκηνή. Η Έφη Σταμούλη δρα κατευθυνόμενη από τη σκηνοθεσία, αλλά ξέρει πολύ καλύτερα από όλους να ενεργεί αφ’ εαυτού. Διαθέτει σπάνιο υποκριτικό αυτοέλεγχο. Ο Κωστής Ραμπαβίλας υπηρετεί ένα πάγιο πρότυπο αναρχο-πανκ και προσφέρει ικανοποίηση στο κοινό. Ο Γιώργος Δημητριάδης φλερτάρει περισσότερο με την κοινότοπη σύλληψη ενός άπιαστου ερωτικού προτύπου παρά με τον τύπο του γειωμένου “βιοπαλαιστή”. Νομίζω ότι αυτή η επιλογή χρειάζεται επαναπροσδιορισμό.
Ο ΜακΝτόνα διαθέτει μία ευανάγνωστη θεατρική φωνή εμποτισμένη με σκοτεινό χιούμορ, η οποία αξιοποιήθηκε έντιμα από τη Χριστίνα Χατζηβασιλείου.

Έντυπο: Μακεδονία

Συντάκτης: Κατερίνα Διακουμοπούλου

Ημερομηνία δημοσίευσης: 29.03.2015

Παράσταση: Η βασίλισσα της ομορφιάς