Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας-Γ΄,Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Δημοσιεύματα

Τσέχοφ σαν πνευματιστική εμπειρία

Η απόφαση της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης να ανεβάσει αυτό το αριστούργημα σε ένα θαυμάσια φυλαγμένο οίκημα του προπερασμένου αιώνα αποδείχτηκε μια σπάνια ευκαιρία μύησης στη συλλογικότητα και πολλαπλότητα των προσώπων του συγγραφέα, στις παράλληλες δράσεις και τα μυστικά του.

Είναι της μόδας τελευταία οι μικρές σε κλίμακα παραστάσεις να αναζητούν στέγαση σε παλιούς, ιδιαίτερους και σκηνικά «αλλόκοτους» χώρους. Η τάση μοιάζει άλλοτε να εκκινεί από το παλιό αίτημα του site-specific, που θέλει να προσδιορίσει το σκηνικό γεγονός σε σχέση με έναν καλά καθορισμένο τόπο. Κι άλλοτε πάλι έχει ένα γενικότερο κίνητρο, σαν ένα είδος χάπενινγκ που παρενθέτει το θέατρο στη «ροή» του κτιρίου. Οπως και να ‘χει, καταλήγουμε στον ίδιο παρονομαστή: Το θέατρο αναζητεί παντού νέες διόδους και διαφυγές, καταλαμβάνοντας κτίρια κι αστικούς χώρους, κατοικίες ή σημεία αναφοράς στον κοινωνικό ιστό, μουσεία ή γκαλερί. Απλώνεται και επανιδρύεται εντός της πόλης, ψάχνει να βρει εκλεκτικές συγγένειες με αστικά τοπία, αναζητεί τους θεατές του ανάμεσα στους περιπατητές της, όχι στους καθήμενους. Μεταφέρει κάτι από τη δική του διαπραγμάτευση του παρόντος στο παρόν των κτιρίων που το δεξιώνονται. Και μυστηριωδώς, αντί να φιλοξενείται στους χώρους, τους φιλοξενεί, τους ενσωματώνει στη δική του φλέβα, τους μετατρέπει σε χώρο δράσης, σε τόπο συνάντησης, συνύπαρξης και μαγείας.

Δεν θα ήθελα να περάσει γι’ αυτό ασχολίαστο από αυτήν εδώ τη στήλη το πιο πετυχημένο ίσως ανάλογο πείραμα συνάντησης ενός έργο-κόσμου, που είναι ο «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, με το κόσμημα μιας πόλης, που είναι η Βίλα Καπαντζή, στη Θεσσαλονίκη. Υπεύθυνη για τη συνάντηση στάθηκε η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, που αφού ξεριζώθηκε από την παλιά της εστία γυρίζει την πόλη και τη μυρίζει. Μυστηριωδώς («μυστηριωδώς», τρόπος του λέγειν…) η Πειραματική Σκηνή, αφότου έχασε τη σταθερή της βάση, αντί να βαρύνει ελάφρωσε. Εδώ, στη Βίλα Καπαντζή, στη Θεσσαλονίκη, χωρούν ούτε τριάντα θεατές, σε μια απόλυτα αντιεμπορική παράσταση, σαν λέσχη των παλιών προπατόρων του μοντερνισμού, πολύ μακριά από τις ανάγκες μιας «επιχείρησης», πολύ κοντά στο όραμα που εξ αρχής χάρισε στην Πειραματική Σκηνή τη φυσιογνωμία της.

Και να που η Σκηνή αποφασίζει να ανεβάσει Τσέχοφ εκεί, σε ένα από τα θαυμάσια φυλαγμένα οικήματα του προπερασμένου αιώνα, δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, πολύ γνωστό στους Σαλονικιούς κι ωστόσο σαν μαγικός κήπος εν μέσω της Βασιλίσσης Ολγας και της αέναης κυκλοφορίας της. Σπίτι παράταιρο για την άλλη πόλη, για τον μοντερνισμό της οίκημα όχι μόνο ακατανόητο αλλά και «περιττό»: όπως ο βυσσινόκηπος.

Κλασική διδασκαλία

Οπως ίσως αντιλαμβάνεται κανείς, το να παρακολουθεί κάποιος τα πλάσματα του Τσέχοφ σε έναν τέτοιο χώρο αποτελεί από μόνο του εμπειρία. Θα μπορούσε να είναι, αν μη τι άλλο, η τελείωση της περίφημης ρεαλιστικής συνθήκης, που ξεκινά από τα ίδια τα αντικείμενα και τον χώρο, από την αντίληψη του κτιρίου που αντηχεί από τα πλάσματα της φαντασίας, που γεμίζει από τα λόγια τους και αιφνιδιάζεται από τις φωνές τους. Εκείνο όμως που θέλω να πω είναι ότι υπάρχει σε αυτή την παράσταση κάτι άλλο, που ανάγει το καλλιτεχνικό μέρος της σε σχεδόν πνευματιστική εμπειρία. Σαν να συμμετέχουμε όχι σε αναβίωση αλλά σε επίκληση πλασμάτων του παρελθόντος.

Και αυτή, νομίζω, είναι η αίσθηση στην οποία στήριξε τη διδασκαλία της η Χριστίνα Χατζηβασιλείου. Πίσω από τη χαρά του θεάτρου υπάρχει στη μάζωξη της Βίλας μια αδιόρατη φρικίαση, που γεννά τόσο η εγγύτητά μας με πλάσματα πνευματικά όσο και η γειτνίασή μας με τους ηθοποιούς και την τέχνη τους. Από εκεί και πέρα η εκ του σύνεγγυς θέαση του έργου δίνει σε όλους μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να δουν σε μεγεθυντικό φακό την τεχνική ενός ρεαλισμού, που ανεβαίνει την κλίμακα του συμβολισμού. Σπάνια έχουμε την ευκαιρία να μυηθούμε τόσο καθαρά στη συλλογικότητα και πολλαπλότητα των προσώπων του Τσέχοφ, στις παράλληλες δράσεις του, στα μυστικά του, ακόμα και στην υποδόρια φαρσική τεχνοτροπία του, στις πόρτες που ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα. Αφήνω κατά μέρος τη λεπτή κωμική νότα που διαπερνά το κείμενο και που αφορά το πικρό γέλιο για τους ανεύθυνους εκδρομείς του χαμένου Κήπου.

Κι αν μοιάζει η διδασκαλία του Τσέχοφ «κλασική» με τα δεδομένα τού σήμερα, δεν θα ήταν μήπως σαχλό να ανέβαινε αλλιώς στη Βίλα; Στο τέλος τέλος, αν υπάρχει εδώ ενδιαφέρον, αυτό βρίσκεται στην επίδειξη της εσωτερικής περιουσίας του έργου. Ακόμα και η επίδειξη «μεταθεατρικότητας» από τον γερο-Φιρς, όπως ζητάει η σκηνοθεσία, με όλες τις αναφορές της στην πρώτη παράσταση του έργου το 1904, έμοιαζε ορισμένες στιγμές ενοχλητική…

Μοναδική ευκαιρία για τους ηθοποιούς της Σκηνής να εμπεδώσουν τα διδάγματα του ρεαλισμού και να παίξουν τον Τσέχοφ με τον φυσικό του τρόπο: σωματικά. Παραδόξως η μόνη προβληματική κατάθεση έρχεται από την έμπειρη Εφη Σταμούλη, που βγάζει μια απροσδιόριστα άγρια και διόλου ερωτική Αντρέγιεβνα. Οι υπόλοιποι νέοι ηθοποιοί είναι απλώς θαυμάσιοι: Στάθης Μαυρόπουλος, Σοφία Βούλγαρη, Κυριάκος Δανιηλίδης, Γιώργος Δημητριάδης, Αννα Ευθυμίου, Μάριος Μεβουλιώτης, Ηλίας Παπαδόπουλος, Μαρίτα Τσαλκιτζόγλου, Γιώργος Φράγκογλου.

Διατηρώ όμως τον ενθουσιασμό μου ειδικά για έναν: Ο χοϊκός Λοπάχιν του Μιχάλη Συριόπουλου, ο ένοχος για μια εποχή κι αθώος για μιαν άλλη, είναι μια πολύτιμη κατάκτηση του θεάτρου μας. Η ωριμότητα της απόδοσής του από τον νέο ηθοποιό προλέγει κάτι πολύ ευχάριστο για την πορεία του τελευταίου.

Έντυπο: Η Εφημερίδα των Συντακτών

Συντάκτης: Γρηγόρης Ιωαννίδης

Ημερομηνία δημοσίευσης: 29.04.2013

Παράσταση: Βυσσινόκηπος