Οι φασουλήδες του Κατσιπόρα,Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Σαιζόν » 1998-1999 » Οι φασουλήδες του Κατσιπόρα

Οι φασουλήδες του Κατσιπόρα

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, 1931

Με τους Φασουλήδες του Κατσιπόρα, ο Λόρκα, γράφει μια τραγικωμωδία γεμάτη φαρσικές καταστάσεις.

Διανομή

Μένη Κυριάκογλου: Κουνούπης

Μαρία Σαλτίρη: Ροζίτα, Κοντραμπατζής

Γιάννης Καλαβριανός: Πατέρας, Λιγοψύχης, Κοντραμπατζής

Γιάννης Μόχλας: Κοκολίκος, Τυφλός

Στάθης Μαυρόπουλος: Κριστομπίτα, Παλικάρι

Νανά Παπαγαβριήλ: Υπηρέτης, Ταβερνιάρης, Μικρή με τα κίτρινα

Ανδρέας Σκούρτης: Κουρίτο, Παλικάρι

Χρήστος Θεοδωρίδης: Φίγκαρο, Παλικάρι, Κοντραμπατζής

Συντελεστές

Μετάφραση
Ιουλία Ιατρίδη
Σκηνοθεσία
Γλυκερία Καλαϊτζή
Σκηνικά-Κοστούμια
Λίλα Καρακώστα
Μουσική
Ηρακλής Πασχαλίδης
Χορογραφία
Μαρία Γκούτη
Μουσική διδασκαλία
Αίγλη Χαβά-Βάγια
Φωτισμοί
Στράτος Κουτράκης
Βοηθός σκηνοθέτη
Κορίνα Χαρίτου
Βοηθός σκηνογράφου
Μαρία Καραδελόγλου
Οργάνωση παραγωγής
Βασίλης Τζαφέρης

Από το πρόγραμμα της παράστασης

Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα γράφτηκαν για να παιχτούν από κούκλες. Προορίζονταν δηλαδή για ένα είδος θεάτρου με καθορισμένες και αυστηρές συμβάσεις, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις ρεαλισμού και ψυχολογικής συνέπειας. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τον Λόρκα να θίξει μέσα στους Φασουλήδες σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, ούτε αφαίρεσε τίποτα από την αύρα με την οποία δροσίζει ο μεγάλος ισπανός ποιητής τα κείμενά του.

Η σχηματικότητα ωστόσο του κουκλοθέατρου, αλλά και το κοινωνικό υπόβαθρο που υπάρχει στους Φασουλήδες, απαιτούσαν μια προσέγγιση που να μην είναι ούτε ακριβώς ρεαλιστική ούτε όμως και εντελώς μη ρεαλιστική. Μια προσέγγιση, μ’ άλλα λόγια, που δεν θα μας απομάκρυνε από την πραγματικότητα, ταυτόχρονα όμως θα μας υπενθύμιζε διαρκώς ότι βρισκόμαστε στο θέατρο. Έτσι, στην παράσταση, τονίστηκε ιδιαίτερα το στοιχείο του θεάτρου μέσα στο θέατρο, και έγινε προσπάθεια να υπογραμμιστεί η σχέση θεάτρου και πραγματικότητας μέσα από έναν αισθητικό και υποκριτικό κώδικα που παραπέμπει στην παιδική ζωγραφική και στους τρόπους με τους οποίους υποδύονται τα μικρά παιδιά τους μεγάλους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι επιδιώξαμε να είναι η παράστασή μας «απλοϊκή», «εύκολη». Απλώς, μέσα στην αλήθεια και την αφέλεια του παιδικού παιχνιδιού, βρήκαμε εκείνα τα στοιχεία που θα μας επέτρεπαν να παίξουμε με τα στερεότυπα και να προσεγγίσουμε την αθωότητα του παραμυθιού, χωρίς να καταφύγουμε στην ακραία γελοιογράφηση ή στο υπερβολικά γκροτέσκο. Έτσι, όλα γίνονται ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι όμως που απαιτεί ειλικρίνεια και πίστη για να έχει ενδιαφέρον. Ένα παιχνίδι δηλαδή σαν το θέατρο.

ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΗ